Η επιλογή των “μισθοφόρων” για την Τουρκία στην Λιβύη – Για την Ελλάδα;
Από Σάββας Δ. Βλάσσης
Είναι δεδομένο ότι η Τουρκία θα επιδιώξει την στήριξη της συμφωνίας της με το καθεστώς της Λιβύης ως προς την ΑΟΖ, με στρατιωτικά μέτρα. Γι’ αυτό άλλωστε οι συμφωνίες υπεγράφησαν ταυτοχρόνως, με την δεύτερη να αφορά σαφώς την στρατιωτική συνεργασία.
Ενώ όμως η Αθήνα δείχνει να θεωρεί ως πιθανότερο τρόπο δράσεως κυρίως την αποστολή τουρκικών πολεμικών πλοίων σε “επίμαχα” ύδατα, και προετοιμάζεται γι’ αυτό το ενδεχόμενο, αυξάνουν οι ενδείξεις ότι η Τουρκία θα χρησιμοποιήσει μια πιο ευέλικτη προσέγγιση. Αυτό που δείχνει ότι θα επιδιώξει, είναι η αποστολή τέτοιας στρατιωτικής βοηθείας ώστε να κατανικηθούν στο πεδίο της μάχης οι δυνάμεις του στρατάρχη Χαφτάρ για να επικρατήσει πλήρως η κυβέρνηση του Φαγιέζ αλ Σάρατζ. Σε μια τέτοια κατάσταση, απλώς δεν θα υπάρχει “συνομιλητής” στην Λιβύη για να ακούσει την Αθήνα και να την λάβει υπ’ όψιν της.
Η τουρκική προσέγγιση μπορεί να στηριχθεί ακόμη και σε μια μισθοφορική δύναμη, πιθανώς της εταιρείας ασφαλείας SADAT, που στελεχώνεται κατά βάση από αποστράτους των τουρκικών ειδικών δυνάμεων και αναλαμβάνει παροχή στρατιωτικών υπηρεσιών σε κρατικούς οργανισμούς στην Τουρκία και το εξωτερικό. Μια τέτοια δύναμη, με χαρακτήρα “συμβούλων”, στο πλευρό των στρατιωτικών δυνάμεων του Σάρατζ, εκμεταλλευόμενη συστήματα όπως τα οπλισμένα UAV τύπου Bayraktar TBS 2 κι ενδεχομένως κάποια άλλα που θα μεταφερθούν στην Λιβύη, θα επωμισθεί το κύριο βάρος των προσβολών ακριβείας εναντίον των εχθρικών δυνάμεων, ώστε αυτές να παραλύσουν και να ηττηθούν.
“Πρόβλημα” σε ένα τέτοιο σενάριο (όπως και στην περίπτωση αποστολής τακτικών δυνάμεων) είναι ότι αντίστοιχη μισθοφορική δύναμη 800 Ρώσων, από την εταιρεία Wagner, πολεμά στο πλευρό των δυνάμεων του Χαφτάρ. Πιθανώς και άλλοι τέτοιοι “παίκτες”, να βρίσκονται στο πεδίο. Για τον λόγο αυτό, η κυβέρνηση Σάρατζ ζητεί από τον πρόεδρο Πούτιν να παρέμβει, ώστε να αποσυρθούν οι Ρώσοι μισθοφόροι. Ομοίως, ο πρόεδρος Ερντογάν δήλωσε ότι θα θέσει το ζήτημα σε επόμενη συνάντησή του με τον Ρώσο πρόεδρο.
Είναι προετοιμασμένη η Ελλάδα να αντιμετωπίσει ένα τέτοιο ενδεχόμενο; Έχει σκεφθεί καθόλου αυτή την επιλογή στρατιωτικής δράσεως από τον εχθρό; Και αν ναι, σκέφτεται καθόλου να αντιδράσει κατά τον ίδιο “υβριδικό” τρόπο;
Στην Ελλάδα δεν υπάρχει στον ιδιωτικό τομέα ανάλογη εταιρεία παροχής στρατιωτικών υπηρεσιών ωστόσο, υφίσταται μεγάλος αριθμός αποστράτων με επαρκή στρατιωτική εμπειρία. Η ταχεία συγκρότηση μιας τέτοιας δυνάμεως στο πλαίσιο μιας “μυστικής επιχειρήσεως”, σε συνεργασία προφανώς με ανάλογα στελέχη αποστράτους άλλων συμμάχων που έχουν εμπειρία στον τομέα αυτόν, είναι δυνατόν να αποτελέσει έναν αποφασιστικό τρόπο στρατιωτικής αντιδράσεως των Αθηνών. Μια επιλογή, που δεν θα την έφερνε σε ευθεία αντιπαράθεση με την Τουρκία, δεδομένου ότι ένας “ιδιωτικός στρατός”, ανεξαρτήτως εθνικότητος των στελεχών της, επισήμως δεν ταυτίζεται με κάποια χώρα.
Μια τέτοια επιλογή, εξασφαλίζει πολιτική ευελιξία, έχει χαρακτήρα ουσίας, λειτουργεί ως μοχλός πιέσεως, διαπραγματευτικό όπλο αλλά πάνω απ’ όλα, δείχνει βούληση και αποφασιστικότητα. Πέρα από τα λόγια.
Έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς εάν η Ελλάδα, που θεωρεί ότι η συγκεκριμένη συμφωνία θίγει ζωτικά της συμφέροντα, θα χρησιμοποιήσει όλα τα “όπλα” σε στρατιωτικό επίπεδο, ξεκινώντας από τα πιο υβριδικά και “ουδέτερα”.