Γιατί και πώς αγόρασε η Ελλάδα τα Rafale

Από Σάββας Δ. Βλάσσης
Η προμήθεια των μαχητικών Rafale και η ένταξή τους στο ελληνικό οπλοστάσιο, έχει έλθει στην επικαιρότητα αυτό το διάστημα, επειδή εμφανίζεται η πιθανότητα να προβεί η Τουρκία σε κίνηση που θα εξισορροπεί αυτή την εξέλιξη, σε συνδυασμό με την απόκτηση και του βλήματος αέρος – αέρος Meteor. Στην Ελλάδα, σχολιάζεται αρνητικώς, ότι κατά τις διαπραγματεύσεις η ελληνική κυβέρνηση δεν εξασφάλισε διαβεβαιώσεις από την Γαλλία περί δεσμεύσεως μη πωλήσεως στην Τουρκία βλημάτων Meteor κ.λπ. Λησμονείται ότι η προμήθεια ήταν εμπορική, με την εταιρεία Dassault Aviation, ασχέτως του ότι υπήρχε σε πολιτικό επίπεδο συγκατάθεση της γαλλικής κυβερνήσεως για την παραχώρηση και μεταχειρισμένων Rafale που παραχωρήθηκαν από γαλλική υπηρεσία.
Ας δούμε όμως τις συνθήκες στις οποίες αποφασίσθηκε η προμήθεια των Rafale.
Την άνοιξη του 2020, είχαν ολοκληρωθεί οι άτυπες διαπραγματεύσεις με την κρατική Naval Group, για την προμήθεια 2 φρεγατών FDI, γνωστότερων τότε ως Belh@rra. Ενώ πλέον έπρεπε να προωθηθούν οι δέουσες ενέργειες από το ΥΠΕΘΑ ώστε να ακολουθήσουν οι τελικές διαπραγματεύσεις και η συμβασιοποίηση, τον Ιούλιο η διαδικασία “πάγωσε”. Από το προηγούμενο έτος, είχε κατατεθεί πρόταση της Lockheed Martin για την πώληση 4 φρεγατών MMSC σε συνδυασμό με παραχώρηση μεταχειρισμένων LCS, που όπως φάνηκε διεμβόλησε την υπόθεση των γαλλικών φρεγατών.
Έτσι, στις 12 Σεπτεμβρίου ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε στην ΔΕΘ “έξι εμβληματικές αποφάσεις” για την άμυνα της χώρας: μεταξύ αυτών, η προμήθεια 4 νέων φρεγατών πολλαπλού ρόλου αλλά και η προμήθεια 18 μαχητικών Rafale! Η απόφαση φυσικά, είχε ληφθεί αρκετά πριν. Στις 3 Σεπτεμβρίου, ο τότε ΥΕΘΑ Ν. Παναγιωτόπουλος είχε τηλεφωνική επικοινωνία με την τότε Γαλλίδα ομόλογό του Φ. Παρλύ, εγκαινιάζοντας τις επίσημες επαφές υψηλού επιπέδου για τα Rafale.
Την εποχή εκείνη, Ελλάδα και Γαλλία είχαν επαφές για την επισημοποίηση μιας πιο στενής στρατηγικής σχέσεως με προέκταση και σε αμυντικό επίπεδο. Όταν όμως η Αθήνα διέκοψε την προχωρημένη διαδικασία προμήθειας των Belh@rra, προκλήθηκε μεγάλη δυσαρέσκεια στο Παρίσι. Ο Έλληνας πρωθυπουργός, τον περασμένο Ιανουάριο στην επίσημη επίσκεψή του στην Ουάσιγκτον, είχε σημειώσει στον πρόεδρο Τραμπ το ενδιαφέρον για προμήθεια μίας Μοίρας F-35. Για αμερικανική επιλογή, στρεφόταν τώρα και το ενδιαφέρον για φρεγάτες, όπως φάνηκε ξεκάθαρα από την περιγραφή του πρωθυπουργού σε φρεγάτες “πολλαπλού ρόλου”, που φωτογράφιζε την Μονάδα Μάχης Επιφανείας Πολλαπλών Αποστολών (MMSC).
Πώς όμως προέκυψε η απόφαση για τα Rafale, ιδίως από την στιγμή που η χώρα είχε επισήμως εκδηλωμένο ενδιαφέρον για το F-35 από το 2017;
Εδώ χρειάζεται λίγη “ιστορία”. Και πρέπει να πάμε στην περίοδο των κυβερνήσεων Καραμανλή 2004-2009, κατά την οποία είχαν ξεκινήσει συζητήσεις για την προμήθεια 4-6 φρεγατών FREMM από την Γαλλία. Ήταν η εποχή που ο πρόεδρος Σαρκοζί είχε προωθήσει μια στενότερη διμερή σχέση συνεργασίας, επεκτεινόμενη προφανώς και σε επίπεδο εξοπλισμών. Πριν την κυβερνητική αλλαγή και την κήρυξη πτωχεύσεως το 2010, υπήρχε ήδη πρόβλημα προόδου λόγω της οικονομικής καταστάσεως, που επηρέαζε εξάλλου το σύνολο του υφισταμένου τότε εξοπλιστικού σχεδιασμού. Όταν έφθασαν στην γαλλική πλευρά αξιόπιστα σημάδια περί ελληνικής υπαναχωρήσεως στο πρόγραμμα των FREMM, διαμηνύθηκε μέσω καταλλήλων επικοινωνιακών διαύλων ότι δεν μπορούσε να γίνει ανεκτή η ακύρωση της προμήθειας. Ως μόνη αντισταθμιστική – εναλλακτική πρόταση, μπορούσε να γίνει δεκτή η προμήθεια μαχητικών Rafale!
Η πτώχευση της χώρας, ήλθε να θέσει τέλος στα πάντα.
Όταν δέκα χρόνια μετά, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη βρέθηκε αντιμέτωπη με μια ίδια κατάσταση δυσαρέσκειας από το Παρίσι, πάλι για φρεγάτες, κάποιοι στην Αθήνα θυμήθηκαν το προ δεκαετίας “πλαίσιο” συζητήσεως ή το υπενθύμισε και η γαλλική πλευρά. “Διαλέξτε: φρεγάτες ή Rafale”. Η απόφαση για μία Μοίρα με μόλις 18 μαχητικά, έδειχνε τα στενά οικονομικά περιθώρια της εποχής και την προσπάθεια να “στηθεί” η μικρότερου δυνατού κόστους προμήθεια. Επιδίωξη, να περισωθεί η κατάσταση στο ζήτημα “υψηλής πολιτικής”, δεδομένου ότι το Παρίσι “πάγωσε” τις διαπραγματεύσεις για την συμφωνία στρατηγικής συμμαχίας με ρήτρα αμοιβαίας στρατιωτικής συνδρομής.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι εκείνο το φθινόπωρο, βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη η παρατεταμένη κρίση με την Τουρκία που εκτονώθηκε στις αρχές Νοεμβρίου μόνο και είχε φέρει τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις σε κατάσταση αυξημένης ετοιμότητος – συναγερμού. Η απόφαση για τα Rafale, εξυπηρετούσε τον πολιτικό σκοπό της ταχείας ενισχύσεως σε επίπεδο Πολεμικής Αεροπορίας, δεδομένου ότι 12 από τα 18 μαχητικά παραχωρήθηκαν από την Γαλλική Αεροπορία, όπως και γενικότερα το χρονοδιάγραμμα υλοποιήσεως εντός της θητείας της συγκεκριμένης κυβερνήσεως.
Σε αυτό το πλαίσιο, η πολιτική εντολή προς την Πολεμική Αεροπορία ήταν να γίνουν οι δέουσες διαπραγματεύσεις αλλά με ταχύ ρυθμό. Η διαδικασία εξελίχθηκε μέσα σε άριστο κλίμα, χωρίς καμμία δόση υπερβολής. Αυτονοήτως, οι επιτελείς έπρεπε να διαπραγματευθούν υπό το βάρος της προσπάθειας συμπιέσεως του συνολικού κόστους με κάθε τρόπο, με αποτέλεσμα να αναζητηθεί η χρυσή τομή στα θέματα υποστηρίξεως και του πακέτου όπλων, που συνόδευαν τα Rafale. Σε επίπεδο ΥΠΕΘΑ βεβαίως, δεν ετέθη καν ζήτημα διεκδικήσεως ανταλλαγμάτων σε επίπεδο αμυντικής βιομηχανίας ή άλλο. Θεωρήθηκε ότι η σύναψη διμερούς συμφωνίας στρατηγικής συμμαχίας κάλυπτε τους πολιτικούς στόχους και αυτό ήταν αρκούντος σημαντικό.
Πέραν της πολιτικής διαστάσεως, γεγονός είναι ότι η Πολεμική Αεροπορία είδε τον προγραμματισμό της ως προς το νέο μαχητικό, να ανατρέπεται με θεαματικό τρόπο. Όποιο οικονομικό περιθώριο υπήρχε την εποχή εκείνη, προοριζόταν για την προμήθεια μίας Μοίρας F-35 και ξαφνικά η Πολεμική Αεροπορία βρέθηκε να εντάσσει ταχέως μία Μοίρα Rafale. Ενισχυμένη σημαντικά κατ’ αυτό τον τρόπο, τέσσερα χρόνια μετά θα υπογραφόταν και η σύμβαση για το αμερικανικό μαχητικό 5ης γενιάς.