Δούρειος Ίππος - Podcasts
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

Για να μην ψωνίζουμε και από το μεγάλο “ράφι” (ολοκληρωμένα όπλα – μεγάλες πλατφόρμες)

Rheinmetall Lynx

Από Σάββας Δ. Βλάσσης

Πρώτο σήμα, ήλθε με την συνέντευξη του πρωθυπουργού στις 28 Νοεμβρίου στον τηλεοπτική σταθμό Alpha (Αντώνης Σρόιτερ) και το δεύτερο στην συζήτηση που είχε ο ΥΕΘΑ Νίκος Δένδιας στις 2 Δεκεμβρίου στο 4ο “OT Forum” του Οικονομικού Ταχυδρόμου: Από τα πιο επίσημα χείλη, έγινε αντιληπτό ότι οι κυβερνώντες δεν έχουν συνολική αντίληψη για το πώς η χώρα μπορεί να γίνει σοβαρός παραγωγός αμυντικού υλικού. Έχουμε επισημάνει και παλαιότερα τις ενδείξεις που οδηγούν σε αυτό το συμπέρασμα, από τις τοποθετήσεις, κυρίως εξ αφορμής της ιδρύσεως του Ελληνικού Κέντρου Αμυντικής Καινοτομίας (ΕΛΚΑΚ) που δείχνουν ότι αυτό θα ασχοληθεί με καινοτόμα “ψιλοπράγματα” και όχι απαραιτήτως με πλήρη και κύρια οπλικά συστήματα.

Ο πρωθυπουργός σημείωσε το κοινό σημείο εκκινήσεως των προτάσεων, δηλαδή την μικρή χρηματοδότηση που προδιαθέτει για το “μέγεθος” του αποτελέσματος, διαχωρίζοντας ευθέως τις “μεγάλες αγορές”: «Μικρά ποσά, σχετικά. Διότι έχουμε τις μεγάλες αγορές αλλά μπορούμε και με λίγα χρήματα να κάνουμε πολλά πράγματα».

Ο ΥΕΘΑ έδωσε μια πιο εξειδικευμένη απάντηση, εξηγώντας ότι διά του ΕΛΚΑΚ θα αναζητούνται απευθείας λύσεις από ελληνικές εταιρείες ενώ για τα μείζονα προγράμματα που αφορούν “μεγάλες πλατφόρμες” θα επιδιώκεται «σε βάθος διαπραγμάτευση για τα διάφορα οπλικά συστήματα που από δω και πέρα θα αποκτήσει η χώρα […] αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να ζητάμε ελληνική συμμετοχή, με ένα δεδομένο ποσοστό -όταν είναι δυνατόν- της τάξης του 15-20%, περισσότερο και εγκατάσταση παραγωγής στην Ελλάδα, αλλά και μεταφορά τεχνογνωσίας, όπου αυτό είναι δυνατόν».

Με απλά λόγια, από τα μείζονα προγράμματα κόστους δισεκατομμυρίων, θα ζητείται από τον ανάδοχο να μεταφέρει έργο σε ελληνικές εταιρείες (ο ΣΕΚΠΥ ζητεί 30% τουλάχιστον επί του συνολικού ύψους). Κάποιος βεβαίως θα πρέπει να πει στους κυβερνώντες ότι η πρακτική των απευθείας αναθέσεων, δεν αποτελεί και τον καλύτερο τρόπο ασκήσεως διαπραγματευτικής πιέσεως από θέση ισχύος.

Πάνος Παπαδόπουλος της Marathon VC στην Βουλή: Αμυντική Καινοτομία για “απόδραση” στο μέλλον

Υπάρχει όμως και ένα ακόμη σημαντικό σημείο. Η πρακτική να βαπτίζονται υποτυπώδεις παροχές έργου ως σχετιζόμενες με την “ασφάλεια εφοδιασμού” (διευκολύνοντας συνήθως δι’ αυτού του τρόπου και το ξέπλυμα μαύρου χρήματος) δεν οδηγεί σε ανάπτυξη προϊόντων. Η ανάθεση έργου πρέπει να διακρίνεται ως προς το βάθος, από το οποίο εξαρτάται εάν η ελληνική εταιρεία θα εξασφαλίσει σε τεχνολογία και τεχνογνωσία για τον πυρήνα του αντικειμένου της προμήθειας. Ένα παράδειγμα αποτελεί η επιτυχής συνεργασία που εξασφαλίστηκε από την προμήθεια του αντιαεροπορικού συστήματος Patriot, στην οποία ελληνική εταιρεία ανέλαβε να κατασκευάσει ειδικές μεταλλικές διατάξεις – συγκροτήματα του συστήματος, καθιστάμενη συνεργάτης στην εφοδιαστική αλυσίδα της αμερικανικής εταιρείας. Δι’ αυτού του “αντισταθμιστικού”, η ελληνική εταιρεία εξασφάλισε μεν ροή συμβάσεων από μελλοντικές προμήθειες Patriot που ανέλαβε η αμερικανική κατασκευάστρια, αλλά δεν κατέστη με κανέναν τρόπο ικανή για την σχεδίαση και ανάπτυξη αντιαεροπορικού ή άλλου πυραύλου.

Οι κυβερνώντες μας λένε, ότι από τις απευθείας αναθέσεις προγραμμάτων φρεγατών FDI HN, αντιαεροπορικών συστημάτων, τεθωρακισμένων οχημάτων, συστημάτων πυροβολικού κ.ά. που περιλαμβάνονται στον 12ετή προγραμματισμό εξοπλισμών, θα επιδιωχθεί απλώς “ελληνική συμμετοχή”, κατά τεκμήριο, μεταφορά τεχνολογίας και τεχνογνωσίας χαμηλού επιπέδου. ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΧΑΡΙΖΕΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ.

Ας δούμε τώρα πως ενήργησε η Τουρκία, όταν κατάλαβε ότι καλά όλα αυτά αλλά δεν σε κάνουν παραγωγό και παίκτη… Οι Τούρκοι αντιλήφθηκαν ότι η όποια επιστροφή αξίας προγράμματος από συμπαραγωγές ή τέτοιου είδους κατασκευαστικά έργα, συρρικνώνεται πραγματικά, επειδή ο ανάδοχος στην ουσία χρεώνει επιπλέον αυτές τις δράσεις, δηλαδή πιο απλά, κοστολογεί πλέον του προϊόντος και αυτά. Χωρίς και πάλι να αποκτούν οι εγχώριες εταιρείες ικανότητα αυτόνομης αναπτύξεως προϊόντων.

ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΝΑ ΜΗΝ ΧΑΡΙΖΕΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΑΛΛΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΡΟΘΥΜΟΙ ΝΑ ΠΟΥΛΗΣΟΥΝ.

Έτσι από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, καθιερώθηκε η πρακτική της αναζητήσεως προσφορών όχι απλώς για προμήθεια οπλικών συστημάτων αλλά και επιπροσθέτως για ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΠΛΗΡΟΥΣ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΦΑΚΕΛΟΥ του υπ’ όψιν οπλικού συστήματος, με συμφωνία παραχωρήσεως όλης της τεχνολογίας αλλά και της τεχνογνωσίας αναπτύξεώς του. Με απλά λόγια, οι Τούρκοι άρχισαν να ζητούν συνεργασίες με εταιρείες που ήταν διαθέσιμες να τους “δείξουν” και να τους “μάθουν” τα πάντα για την τεχνολογία και τον πλήρη οδικό χάρτη αναπτύξεως ανά στάδια, του οπλικού συστήματος. Όλο αυτό βεβαίως, σημαίνει ότι η Τουρκία δεν πληρώνει απλώς το κόστος του οπλικού συστήματος ανά τον αριθμό μονάδων τον οποίο ζητούσαν οι ένοπλες δυνάμεις αλλά και το πολύ μεγάλο επιπλέον κόστος της εκχωρήσεως όλου του πακέτου μεταφοράς τεχνολογίας και τεχνογνωσίας.

Επί της ουσίας, η Τουρκία δεν αναθέτει συμβάσεις προμήθειας αλλά ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΕΞΑΓΟΡΑΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΑΝΑΠΤΥΞΕΩΣ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ. Η Τουρκία κάνει επενδύσεις, η Ελλάδα απλώς ψωνίζει.  

Η προκήρυξη σχετικών διαγωνισμών, καλούσε τους ενδιαφερόμενους ξένους οίκους να συνεργαστούν με έναν κρατικό φορέα (π.χ. τον κρατικό TUBITAK – SAGE) στον οποίο εκχωρούντο όλα τα δικαιώματα (royalties) παραγωγής και ελευθερίας εξαγωγών. Ακολούθως, αυτός ανέθετε συμβάσεις στις επιλεγείσες τουρκικές εταιρείες για να τους εκχωρήσει βαθμό συμμετοχής στο όλο πρόγραμμα. Όπως γίνεται αντιληπτό, η πρακτική αυτή δρομολόγησε διαδικασίες βαθιάς συνεργασίας με ξένους οίκους σε όλα τα επίπεδα, με αποτέλεσμα ακόμη και την “μεταγραφή” επιστημονικού προσωπικού. Όσο οι τουρκικές εταιρείες ισχυροποιούντο και γιγαντωνόταν ο κύκλος εργασιών, η επαφή των ξένων ειδικών με αυτές, δημιούργησε πολλαπλές ευκαιρίες προσλήψεως συνταξιούχων ή και ενεργών στελεχών ξένων εταιρειών. Τα τελευταία, ήταν συνήθως μέσα στελέχη, αυτά με την πραγματική γνώση και εμπειρία από αναπτυξιακά προγράμματα, που έβρισκαν ελκυστικά τα μισθολογικά κίνητρα και παροχές των τουρκικών εταιρειών.

Όταν οι ΗΠΑ αρνήθηκαν να παραχωρήσουν στην Τουρκία την τεχνολογία του συστήματος MLRS, η Τουρκία δεν αγόρασε άλλα τέτοια συστήματα (διατηρεί ακόμη τα 12 πρώτα) και στράφηκε στην Κίνα, η οποία δεν είχε φραγμούς στην δεκαετία του 1990 να παραχωρήσει τεχνολογία – τεχνογνωσία για τα συστήματα WS-1 και βαλλιστικούς πυραύλους κατηγορίας ATACMS, που έκτοτε “τουρκοποιήθηκαν” και η εξέλιξή τους συνεχίζεται. Η ανάπτυξη σήμερα τουρκικών βαλλιστικών πυραύλων όλο και μεγαλύτερου βεληνεκούς, έχει τις ρίζες της σε αυτή την συνεργασία.

Αντιστοίχως, στον διαγωνισμό για επιθετικό ελικόπτερο, οι ΗΠΑ αρνήθηκαν συνεργασία συναναπτύξεως του Apache, οπότε η Τουρκία στράφηκε στην πρόθυμη Ιταλία, η οποία δεν είχε αντίρρηση για το Agusta A-129 Mangoose. Το “τουρκοποιημένο” T-129 μπορεί να μην ήταν το πρώτο στην αξιολόγηση του τουρκικού στρατού αλλά για την κρατική πολιτική αποκτήσεως αυτονομίας σε εξοπλισμούς, αυτό ήταν δευτερεύον. Πέραν του επιθετικού ελικοπτέρου, η συνεργασία με την Ιταλία επεκτάθηκε σε ελικόπτερα γενικής χρήσεως (T-625) για αξιοποίηση από τα σώματα ασφαλείας και άλλες κρατικές υπηρεσίες, διευρύνοντας την ικανότητα της Τουρκίας στον κλάδο των ελικοπτέρων.

Αντίστοιχες προμήθειες με αγορά του πλήρους τεχνικού φακέλου έγιναν για πλήθος οπλικών συστημάτων που παρουσιάζονται ως “εθνικά”, όπως με το γερμανικό αντιαεροπορικό σύστημα IRIS-T SLS/SLM/SLX, το τυφέκιο HK 416/417, τα νοτιοκορεατικά άρμα μάχης K2 Panther και αυτοκινούμενο πυροβόλο K-9, το επίσης νοτιοκορεατικό αεροσκάφος αρχικής εκπαιδεύσεως ΚΤ-1 κ.λπ. Στους ναυτικούς εξοπλισμούς, το πρόγραμμα εθνικού πλοίου MILGEM στηρίχθηκε στην εξαγορά του σχεδίου από αμερικανικό οίκο και το “φόρεμα” επ’ αυτού ηλεκτρονικών συστημάτων, όπλων και συστημάτων μάχης των οποίων είχαν εξαγοραστεί οι τεχνικοί φάκελοι και όλα τα δικαιώματα, ως μέρος συμφωνιών συναναπτύξεως με ευρωπαϊκούς οίκους.

HİSAR O+ και IRIS-T SLM: ταυτόχρονη ανακοίνωση επίτευξης οροσήμων

Από ένα σημείο και μετά, η ροή Αμερικανών και Ευρωπαίων επιστημόνων προς επαγγελματική αποκατάσταση σε τουρκικές αμυντικές εταιρείες, επέτρεψε την πρόσληψη στελεχών ή και ολόκληρων σχεδιαστικών ομάδων. Αυτοί, μπορούσαν να αναλάβουν πλήρως την σχεδίαση και ανάπτυξη οπλικών συστημάτων όπως το TB2 Bayraktar, το εκπαιδευτικό αεροπλάνο HURJET, διαφόρων πυραύλων κάθε είδους κ.λπ. με αποτέλεσμα μια πραγματική “έκρηξη” τουρκικών αμυντικών προϊόντων. 

Όλα αυτά, έγιναν με την αφιέρωση πάρα πολλών ΕΠΙΠΛΕΟΝ χρημάτων ΕΞΑΓΟΡΑΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ από το αρμόδιο Υφυπουργείο Αμυντικών Βιομηχανιών, που ανέλαβε τις διεθνείς επαφές, διαπραγματεύσεις και συμφωνίες, μοιράζοντας έργο στις τουρκικές κρατικές και ιδιωτικές εταιρείες. Επιπλέον χρήματα, των οποίων έπειτα από χρόνια, βλέπουμε σήμερα την κεφαλαιοποίηση, με την εξασφάλιση σημαντικών εξαγωγών και την τοποθέτηση της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας σε ρόλο ρυθμιστικού παράγοντος.

Έπειτα απ’ όλα αυτά, ο πρωθυπουργός και ο ΥΕΘΑ, μπορούν να απαντήσουν στο ερώτημα: στον 12ετή εξοπλιστικό σχεδιασμό που καταστρώθηκε με προσεκτική προτεραιοποίηση, περιλήφθηκε ΕΝΑ πρόγραμμα με το οποίο η χώρα θα αποκτήσει πλήρη βιομηχανική παραγωγή και αυτάρκεια σε ΕΝΑΝ εξελιγμένο πύραυλο – πυρομαχικό οποιουδήποτε είδους που ενδιαφέρει τις Ένοπλες Δυνάμεις; 

Καλό και χρήσιμο το ΕΛΚΑΚ αλλά τα δισεκατομμύρια θα συνεχίσουν να αφιερώνονται για απευθείας προμήθειες ξένων με κάποια “ελληνική συμμετοχή”, χωρίς παραχώρηση τεχνολογίας. Με το ΕΛΚΑΚ, υποτίθεται θα απομακρυνθούμε κάπως από το μικρό “ράφι”. Οι εξαγγελίες για θόλους και άλλα εντυπωσιακά, δεν θα ξεκολλήσουν και τόσο την χώρα από το μεγάλο “ράφι”…

ΥΕΘΑ: οι δύο τρόποι να μην αγοράζουμε μόνο από το ράφι

 

 

Related Articles

Back to top button