Δούρειος Ίππος - Podcasts
ΔΙΑΦΟΡΑ

Αποχαιρετιστήριο σάλπισμα ενός Στρατηγιστή μετά από 40 χρόνια υπηρεσίας

Με ένα ουσιαστικό κείμενο, εν όψει της αφυπηρετήσεώς του, ο Δρ. Γεώργιος Ανδρ. Μούρτος απευθύνει έναν απολογισμό – κάλεσμα εγρηγόρσεως, με το οποίο αναδεικνύει την ελληνική παθογένεια της ελλείψεως Κριτικής Σκέψεως, ως αιτία της γενικότερης πορείας άνευ Στρατηγικής της χώρας. Ο ίδιος υπογραμμίζει: «Με τα νέα δεδομένα, η βαριά βιομηχανία που αναδεικνύει τον ισχυρό είναι η παιδεία, συμπεριλαμβανομένης αυτής στις σχολές και τα σχολεία των ΕΔ, που έχει ως βάση την Κριτική Σκέψη. Στον τομέα αυτό ο κρατικός ελληνισμός μπορεί και πρέπει να αναδειχθεί σε υπερδύναμη. Δεν πρόκειται για διατύπωση μιας ουτοπίας ενός οραματιστή αλλά για τον ρεαλισμό ενός πραγματιστή, όπως μας υπενθυμίζει μια μεγάλη πνευματική μορφή του περασμένου αιώνα, ο Μπέρτολ Μπρεχτ: “Είμαι ρεαλιστής, επιδιώκω το ανέφικτο“. Για να τον συμπληρώσει ο Νίκος Καζαντζάκης: “Φτάσε όπου δεν μπορείς“…».

Το σάλπισμα αυτογνωσίας, του Επιτίμου καθηγητή Στρατηγικής του Βρετανικού Πανεπιστημίου Plymouth και Συμβούλου Σπουδών στη Σχολή Εθνικής Άμυνας, παρά την έκτασή του, προτείνεται μετ’ επιτάσεως να διαβαστεί μέχρι την τελευταία τελεία, όχι μόνο για την πρόσληψη ενδιαφερόντων παραστάσεων αλλά και την εξαγωγή χρήσιμων ουσιωδών συμπερασμάτων, ώστε να προσανατολιστούμε ως άτομα και έθνος, στην αντίληψη της μεταστροφής μας ως Προμηθείς.

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΤΗΡΙΟ ΣΑΛΠΙΣΜΑ

Κλείσαμε αισίως τα…40! 40 χρόνια ταξιδευτής σ’ ένα πλούσιο σε βιώματα ταξίδι που πλησιάζει στον άδηλο προορισμό του. Πλησιάζει αλλά δεν τερματίζει, αφού κανένα ταξίδι δεν ολοκληρώνεται, γι’ αυτό οι αναφορές μας γίνονται στον πληθυντικό, στα ταξίδια. Το δικό μου ταξίδι της ζωής έχει όλα τα χαρακτηριστικά του μύθου. Ξεκίνησα αμούστακο επαρχιωτόπουλο, με λεπτοκαμωμένο σωματότυπο, που έκρυβε χρόνια, μόνος, με ένα βαλιτσάκι στο χέρι, για το μεγάλο ταξίδι να κατακτήσω τον κόσμο με γνώση και εμπειρίες, αφήνοντας πίσω τον γενέθλιο τόπο μου.

Πρώτος σταθμός η Σχολή Υπενωμοταρχών Χωροφυλακής στη Μεσογείων ως δόκιμος, μετά εισαγωγικές εξετάσεις, στις οποίες αρίστευσα. Μετά τη δεκάμηνη φοίτηση, τοποθετούμαι Γραμματέας Αστυνομικού Τμήματος και, κατόπιν, Αστυνόμος Σταθμού Χωροφυλακής στην ορεινή Φθιώτιδα, στο μεταίχμιο δικτατορίας-μεταπολίτευσης. Η δίχρονη θητεία μου σημαδεύτηκε από δύο εμπειρίες. Η πρώτη, αφορούσε τη δήλωση ιδεολογικής αποκήρυξης «αριστερού» συγγενικού της προσώπου, που συνέταξε στο Γραφείο μου μια δασκάλα, για να λάβει ο αρραβωνιαστικός και συνάδελφός μου, άδεια γάμου. Η δεύτερη, και τραυματικότερη, αφορούσε τον «χαρακτηρισμένο» αριστερό κάτοικο του πιο απομακρυσμένου χωριού της περιοχής αρμοδιότητάς μου, για τον οποίο εντέλλομαι να διερευνήσω την αιτία που επιθυμεί τη μετάβαση της ετοιμοθάνατης κόρης του για θεραπεία στην κομμουνιστική Ρουμανία και όχι σε χώρα της Δύσης.

Η θητεία στην Αστυνομία ήταν περίοδος πρώιμης ωριμότητας και μου έδωσε τα εφόδια για να σαλπάρω στα ανοικτά της ζωής με δυνατούς ανέμους, που επιταχύνουν την πρόσω πορεία, αλλά εγκυμονούν και κινδύνους. Αυτή τη φορά με κανονική βαλίτσα πετάω αυγουστιάτικα για το Λονδίνο, όπου με περιμένει η πρώτη έκπληξη. Το “Immigration” με θεωρεί ύποπτο μετανάστη και ρωτά επιμόνως, γιατί δεν διαθέτω εισιτήριο επιστροφής. Η πιθανότητα επαναπροώθησης στην Αθήνα είναι πλέον ορατή και η επινόηση της στιγμής ήταν η πρόφαση άγνοιας της Αγγλικής. Έως ότου βρεθεί διερμηνέας, επεξεργάστηκα στο μυαλό πειστική δικαιολογία, ότι η επιστροφή θα γίνει σιδηροδρομικώς, για να γνωρίσω κι άλλες χώρες.

Μετά ολιγόμηνη φοίτηση σε σχολείο εκμάθησης της γλώσσας, ανοίγω και πάλι τα φτερά μου με προορισμό το Βανκούβερ του Καναδά, όπου «προσγειώνομαι» στη λάντζα εστιατορίου ως πιατάς, αρχικώς, και βοηθός μάγειρα κατόπιν. Επανακάμπτω στην Αγγλία στην αρχή της ακαδημαϊκής χρονιάς ως κολλεγιακός σπουδαστής.

Στην Αγγλία «κτίζω» μια καριέρα με σπουδές στο, άγνωστο τότε στην Ελλάδα, γνωστικό αντικείμενο των Διεθνών Σχέσεων, τη Στρατηγική. Τα αντικείμενα των σπουδών, η ακαδημαϊκή ατμόσφαιρα και η πολυεθνική σύνθεση του φοιτητικού πληθυσμού, με σαγηνεύουν. Οι δυνατότητες που μου προσφέρονται πολλές: μέλος Ινστιτούτων, συμμετοχή σε συνέδρια, παρακολούθηση ομιλιών από διεθνείς προσωπικότητες, εκπαιδευτικά ταξίδια, επιστημονική έρευνα, αποτελούν το ελκυστικό περιεχόμενο της φοιτητικής μου ζωής. Και εν μέσω αυτής της μαθησιακής πανδαισίας, ξεκινώ την ταξιδιωτική οδύσσεια με ένα σακίδιο και πολλά όνειρα για τη ζωή, που διαρκεί κάποιες δεκαετίες· ένα ταξίδι σε τόπους μακρινούς και εξωτικούς, που καλύπτουν κάθε γεωγραφικό πλάτος και μήκος της γης.

Η επάνοδος στην πατρίδα ήταν μονόδρομος. Το όνειρο μετακένωσης της πρωτοποριακής για την εποχή επιστημονικής γνώσης στον τόπο μου ήταν το κίνητρο της επιστροφής. Σταθερός επαγγελματικός στόχος το υπουργείο Άμυνας, με το οποίο αλληλογραφώ, για να το καταστήσω κοινωνό των προοπτικών που ανοίγονται με την επιστημονική εξειδίκευσή μου, σε μια εποχή που η Ελλάδα ήταν τραυματισμένη από το Κυπριακό και η Τουρκία γινόταν επιθετικότερη. Ωστόσο, σύντομα έρχομαι αντιμέτωπος με την οδυνηρή πραγματικότητα: την ιδιόρρυθμη ταξική διαστρωμάτωση που διαμορφώνεται στη μεταπολιτευτική Ελλάδα, η οποία ενδιαφέρεται για το «μας», τα παιδιά μας. Στην κορυφή της πυραμίδας οι εκλεκτοί, οι συνδεόμενοι με κάποιο «όνομα» ή/και κόμμα, όποιο κόμμα· οι υπόλοιποι συνωστίζονται ως παρακατιανοί μιας άλλης Ελλάδας.

Αυτή η νεο-ταξική αρχιτεκτονική της κοινωνίας με ξαφνιάζει. Την πολεμώ με το μοναδικό όπλο που διαθέτω, τη γραφίδα. Μια δημοσίευσή μου στον Οικονομικό Ταχυδρόμο πέφτει στην αντίληψη ενός διευθύνοντος συμβούλου εταιρίας πολεμικού υλικού, στελεχωμένης με αξιόλογους επιστήμονες, ο οποίος με καλεί να ενταχθώ στο δυναμικό της. Μια εταιρία ημικρατική που εύρισκε ερμητικά κλειστές τις πόρτες στα Γενικά Επιτελεία και το αρμόδιο υπουργείο για την προώθηση της δικής της παραγωγής πυροσωλήνων, αφού η προτίμηση ήταν οι πολυδάπανες εισαγωγές. Εκεί βίωσα από πρώτο χέρι το κτίσιμο της μεταπρατικής, σε προϊόντα, υπηρεσίες και ιδέες, Ελλάδας της μεταπολίτευσης. Της Ελλάδας του εύκολου κέρδους και του γρήγορου πλουτισμού με ετοιμοπαράδοτα εισαγόμενα και αδρές επιδοτήσεις, που οδηγούν στη διαφθορά, στο εσωτερικό, και στην υποτέλεια, στο εξωτερικό.

Αυτό το πνιγερό περιβάλλον σκοτείνιαζε τον ορίζοντά μου και επιζήτησα οξυγόνο ελευθερίας. Ως μεταβατική λύση επέλεξα την παράδοση ιδιωτικών μαθημάτων Αγγλικής σε ενήλικες.

Το επόμενο βήμα προήλθε μέσω προκήρυξης για πρόσληψη δεκάδων ειδικοτήτων στο υπουργείο Εσωτερικών. Έτσι, βρεθήκαμε πολλοί νέοι πολύγλωσσοι με μεταπτυχιακές σπουδές στις “Εθνικές Πληροφορίες”, που ήταν στελεχωμένες, σχεδόν στο σύνολό τους, από πτυχιούχους Γυμνασίου, οι οποίοι μας θεωρούν «εισβολείς». Το εργασιακό περιβάλλον, βαρύ από τον κομματισμό και την απίστευτη αναξιοκρατία, που ακυρώνουν κάθε έννοια εθνικής αποστολής, με συνέπεια γρήγορα να αρχίσει η φυλλοροή από τους νεοεισελθόντες. Μεταξύ των πρώτων που απέδρασαν ήμουν και εγώ. Με συστάσεις από δύο λαμπρούς ανώτατους αξιωματικούς, τον τελευταίο Διοικητή της III Μεραρχίας Ειδικών Δυνάμεων, πριν από την άσκοπη κατάργησή της, έναν Κλαδάρχη του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας (ΓΕΕΘΑ) και την αποφασιστική συμβολή ενός εκ των πλέον σεβαστών και γενικής αποδοχής Αρχηγών Επιτελείου και ακαδημαϊκού, ο οποίος με τιμά με τη φιλία του μέχρι σήμερα, μετατάσσομαι κατευθείαν στο ΓΕΕΘΑ.

Η παραμονή μου στο Επιτελείο, επί δεκατρία συνεχή έτη, υπερχειλίζει εμπειριών. Καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου αναλαμβάνω καθήκοντα σε ad hoc βάση, που δεν καθορίζονται από το οργανόγραμμα: ο πρώτος και τελευταίος αναλυτής στο νεοσύστατο Γραφείο Στρατηγικών Μελετών, επικεφαλής του Γραφείου ΝΑΤΟ, αναπληρωτής εκπρόσωπος αποστολών στο ΝΑΤΟ, μέλος εθνικών αντιπροσωπειών, διαλέκτης σε σχολές και σχολεία των Ενόπλων Δυνάμεων (Ε.Δ.). Η επιβράβευση δεν άργησε να έλθει! «Προάγομαι» από το υπηρεσιακό συμβούλιο του ΓΕΣ σε τμηματάρχη του Γραφείου Αναπήρων Πολέμου, στο στρατόπεδο του Ρουφ! Θέση που απέρριψα ασυζητητί.

Αυτή η πρωτότυπη σχέση ανάθεσης υψηλών καθηκόντων που δεν αντιστοιχούσαν σε οργανικές θέσεις, μου στέρησε κάθε προοπτική ανέλιξης στη δημοσιοϋπαλληλική κλίμακα, αλλά με ωφέλησε πολλαπλώς. Γι’ αυτό το αναπάντεχο δώρο ευγνωμονώ την Υπηρεσία. Συμπυκνώνω τα ωφελήματα που απεκόμισα, στις ακόλουθες επτά ενότητες:

Πρώτον, διατήρηση του ανόθευτου χαρακτήρα μου. Οι υψηλές θεσμοθετημένες θέσεις συνεπάγονται εξαρτήσεις και εξυπηρετούν, κατά κύριο λόγο, γραφειοκρατικούς σκοπούς. Και το σημαντικότερο, δεν αρμόζουν στον ελεύθερο χαρακτήρα που κληρονόμησα από την Αγραφιώτισσα μητέρα μου. Ένα χαρακτήρα, σφυρηλατημένο από την επαναστατική ζέση να υποστεί τη στέρηση (αξιωμάτων, υλικών απολαυών) και την απαξίωση (οι επιστήμονες δεν έχουν το status του ένστολου στο στρατιωτικό περιβάλλον), για να αποδείξει ότι διαθέτει ελεύθερη βούληση. Πρόκειται για ορμέμφυτη τάση, ωσάν να είναι βγαλμένη μέσα από τους χαρακτήρες του Ντοστογιέφσκυ, στο κέντρο των αντιλήψεων του οποίου στέκεται με ένταση και πάθος το ζήτημα της ελευθερίας. Μια ελευθερία που δεν κατακτάται με νόμους, παροχές, προαγωγές και αξιώματα, αλλά μόνο μέσα από βιώματα συμμετοχής, στον «κατ’ αλήθειαν βίον» των αρχαίων Ελλήνων και αποδίδεται στο ευαγγελικό: «Γνώσεσθε τὴν ἀλήθεια καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς» (Ιωάν. 8,32). Και η αλήθεια, κατά την ορθόδοξη παράδοση και τη ντοστογιεφσκική διαλεκτική, ανακαλύπτεται μέσα από την πτώση, τη στέρηση, την απαξίωση, την ταπεινότητα και απλότητα. Με άλλα λόγια, μόνο το άθλημα της αλήθειας κάνει τον άνθρωπο ελεύθερο.

Αυτή η μεγαλοφυής σκέψη του Ντοστογιέφσκυ, που αποτελεί τον πυρήνα τής φιλοσοφίας του και διαχέεται σε όλα τα κείμενά του, δεν είναι πρωτότυπη, αφού την πρωτοδιατύπωσαν και την εφάρμοσαν οι Αρχαιοέλληνες. Οι πρόγονοί μας μεγαλούργησαν, διότι ενστερνίστηκαν την ύψιστη αλήθεια ότι η ελευθερία κατακτάται μέσω της «πενίας». Το απέδωσε με λακωνικό τρόπο ο μηδίσας βασιλιάς της Σπάρτης Δημάρατος, όταν κλήθηκε να αποκαλύψει ενώπιον του μυριόπλουτου Ξέρξη, το μεγάλο μυστικό της μικρής, φτωχής, ολιγοπληθυσμικής Ελλάδας που την αναδεικνύει ακατάβλητη, με τα εξής λόγια: «τῇ Ἑλλάδι πενίη μὲν αἰεί κοτε σύντροφος ἐστί» (η πενία είναι ο παντοτινός σύντροφος της Ελλάδος) {Ηροδότου Ιστορία, 7, 102}.

Ο Ηρόδοτος είναι πολύ προσεκτικός στις λέξεις. Επέλεξε τη λέξη πενία, που σήμαινε την αξιοπρεπή ένδεια, η οποία πολεμάται με τη σκληρή δουλειά και την οικονομία, και όχι τη λέξη πτωχεία που ταυτίζεται με την επαιτεία. Είναι αξιοπρόσεκτο, ότι η πενία είναι ομόρριζη με τον πόνο που σήμαινε τον κόπο, την εργασία και την προσπάθεια. Η πενία κάνει ανθρώπους της επίπονης προσπάθειας, λυγερούς, γενναίους και οξυδερκείς διότι, κατά τη λαϊκή ρήση, η «πενία τέχνας κατεργάζεται». Γι’ αυτό, οι Αρχαιοέλληνες την ανήγαγαν σε ιδανικό, αφιερώνοντας ομώνυμη θεότητα.

Την παράδοση αυτή υιοθέτησα εξ ενστίκτου, λόγω οικογενειακών βιωμάτων. Γι’ αυτό, στη ζωή μου δεν μίσησα τον πλούτο ούτε τα αξιώματα, απλώς αδιαφόρησα για την απόκτησή τους. Και τούτο, διότι, σε μια ατομικιστική και μη-οραματική εποχή, προέταξα την αναζήτηση της αλήθειας με σταθερά φωτοβήματα ως αγγελιαφόρος και αφοσιωμένος υπηρέτης ιδανικών και οραμάτων. Το πάθος για την αλήθεια πλημμύρισε την ψυχή μου με Ελληνισμό μέσα από τον οποίο ανακάλυψα το Βυζάντιο και στον Βυζαντινισμό την αρχαία Ελλάδα, αξεδιάλυτα και τα δύο. Αμφότερα, βρήκαν στο οικογενειακό περιβάλλον μου εύφορο έδαφος να αναπτυχθούν και γευόμουν τους καρπούς τους, γνωρίζοντας, από τα οικογενειακά βιώματα, πως ο πένητας πλουτίζει («πεινῶντας ἐνέπλησεν ἀγαθῶν καὶ πλουτοῦντας ἐξαπέστειλε κενούς». Λουκ. 1, 53), ο αδιάλλακτος και ανυποχώρητος σε αξίες γίνεται δυνατός, ενίοτε, μεγαλοδύναμος, ο ταπεινός αναδείχνεται μεγάλος. Ο πλούσιος και ο μεγαλοσχήμονας δεν μπορεί να ενατενίσει το θείον, να ανακαλύψει την α(Α)λήθεια, σύμφωνα με την ευαγγελική παραβολή. Γι’ αυτό, στο Ευαγγέλιο οι πλούσιοι και ισχυροί δεν έχουν όνομα. Επώνυμοι είναι μονάχα οι φτωχοί, οι οποίοι έγιναν οι Απόστολοι του Ιησού και, έκτοτε, έχουν πληθύνει το αγιολόγιο της Εκκλησίας.

Δεν θρησκειοποιώ τις σκέψεις μου αλλά τις ελληνοποιώ, για να φωτίσω το ταξίδι της ζωής μου, να ερμηνεύσω την πορεία μου. Μια πορεία φωτισμένη από το ιδανικό της ελευθερίας μέσα από το άθλημα αναζήτησης της αλήθειας, που εμποδίζει η γραφειοκρατία με την αυστηρή δομή της ιεραρχίας. Μιας δαιδαλώδους οργάνωσης, διαρθρωμένης με θέσεις, αξιώματα, γραμματείς, οδηγούς, επιτελεία και μια ομόφρονη αντίληψη, την «κρατούσα», που διαιωνίζει και παγιώνει μια νεκρική ομοιομορφία. Η ιεραρχημένη αυτή υπερ-δομή, δεν επηρεάζεται από την ατομική ικανότητα ή ανικανότητα των ανθρώπων που τη στελεχώνουν, γι’ αυτό αποβαίνουν άκαρπες οι συνεχείς μεταρρυθμίσεις του λεγόμενου δημόσιου τομέα από εναλλασσόμενες κυβερνήσεις. Πρόκειται για παθογένεια που χαρακτηρίζει όλες τις χώρες της Δύσης, την οποία οι Αγγλοσάξονες αποδίδουν με τον όρο “groupthink”.

Στα καθ’ ημάς, αυτή η παθογένεια κατέστη σύμφυτη με το αθηναιοκεντρικό κράτος, που εδραιώθηκε στη βάση απαξίωσης του ιστορικού ελληνισμού. Του ελληνισμού, που διαμορφώθηκε μέσα από τον πολιτισμό της πόλεως και τα παράγωγά του: πολίτης, πολιτεία, πολιτισμός. Ένας πολιτισμός της δημοκρατίας του κλήρου, ώστε να είναι συμμετοχικός, και όχι της χειραγωγούμενης ψήφου, πολλώ δε μάλλον του διορισμού σε θέσεις και αξιώματα. Ένας ανεπανάληπτος πολιτισμός δίχως σύνταγμα, που υιοθέτησε η Βρετανία, και δίχως την ιεραρχική δομή του κράτους, που υιοθέτησε η Ελβετία. Ένας πολιτισμός του ωραίου, του κάλλους, του λειτουργικού αποτελέσματος, του μέτρου και όχι της υπερβολής, που έγινε συνώνυμη της κατανάλωσης, του μακρυγιαννικού «εμείς» και όχι του χρησιμοθηρικού «εγώ». Τα προγονικά μας στοιχεία ακύρωσε το υδροκεφαλικό κράτος, το οποίο γραφειοκρατικοποίησε τις υπηρεσίες του, συμπεριλαμβανομένων των Ε.Δ. με μια συγκεντρωτική υπερδομή μέσα και πέριξ της πρωτεύουσας, με τα υπερτροφικά Επιτελεία στο λεκανοπέδιο και τον ναύσταθμο στη Σαλαμίνα. Μια δομή που δεν ευνοεί την παραγωγή στρατηγιστών αλλά τον πληθωρισμό των στρατηγών.

Ακραία περίπτωση της γραφειοκρατικής νοοτροπίας αποτελεί αρχηγός Επιτελείου, ο οποίος σε τηλεοπτικές εμφανίσεις του, μετά την αποστρατεία, αποκάλυψε ότι απέκρυπτε τα πιστεύω του ως άθεου και αμφισβητία της τουρκικής απειλής, για να ανέβει στην ιεραρχία. Αυτός ο εξωελληνικής νοοτροπίας καριερισμός, τον οποίο προάγει ο αθηναιοκεντρικός συγκεντρωτισμός, αποτελεί πρόσφορο έδαφος για βλακοπονήρους, κατά την παπαδιαμάντεια έκφραση, και αναπαράγει τη νοοτροπία “groupthink”. Πρόκειται για παραχάραξη της υπόστασης του ελληνισμού, του μοναδικού στην παγκόσμια ιστορία που δημιούργησε έξι πολιτισμούς –μινωικός, μυκηναϊκός, ιωνικός/μικρασιατικός, κλασικός, ελληνιστικός, βυζαντινός-, και έχει συγκεράσει πέντε παραδόσεις που καθόρισαν την παγκόσμια σκέψη –ομηρική/αρχαία, κλασική, ελληνιστική, ρωμαϊκή και εξελληνισμένη εβραϊκή. Αυτή η μοναδικότητα ενέπνευσε τον Φιλελληνισμό και ανέδειξε τη στενάχωρη, φτωχή και ολιγοπληθυσμική Ελλάδα ακατάβλητη έναντι όλων των αυτοκρατορικών δυνάμεων που επιβουλεύοντο την ανεξαρτησία της.

Η παθογένεια του “groupthink”, ενισχύεται έτι περαιτέρω με τη μεταπήδηση στελεχών της στρατιωτικής ιεραρχίας στον κομματικό μηχανισμό και την κυβέρνηση. Η πρότασή μου σε φορέα, που δραστηριοποιείται γύρω από τις Ε.Δ., για τη διοργάνωση ημερίδας με θέμα «ένστολοι-πολιτική», για να διερευνηθεί το άκομψο θέαμα ανωτάτων που εκπροσωπούν ένα θεσμό της εθνικής ενότητας, όπως ο Στρατός, σε κομματικούς μηχανισμούς αντιπαλότητας και διαίρεσης, απορρίφθηκε ασυζητητί. Η νοοτροπία “groupthink” έχει διαβρώσει βαθιά και τις «ανεξάρτητες» δεξαμενές σκέψεις που παραμένουν αποφύσεις τής γραφειοκρατίας. Της κρατικής γραφειοκρατίας που, όπως διαπίστωσε ο Χένρι Κίσιγκερ, είναι ένας πολυπλόκαμος οργανισμός που δημιουργήθηκε για να μην αποφέρει αποτελέσματα· έτσι, τα ζητήματα «λύνονται» διά της αδράνειας με την πάροδο του χρόνου.

Ο Αμερικανός ανθρωπολόγος και καθηγητής της φημισμένης Σχολής “LSE” του Λονδίνου, Ντέιβιντ Γκρέμπερ (David Graeber), στο βιβλίο του, Bullshit Jobs: A Theory, (Penguin Books, 2018), που μεταφράστηκε στις κυριότερες γλώσσες και έγινε παγκόσμιο μπεστ σέλερ, εμβαθύνει στο ζήτημα της γραφειοκρατίας, ως τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας που έχει εξοβελίσει τη δημιουργική εργασία και, ως εκ τούτου, δεν προσφέρει τίποτε στην κοινωνία. Μαζί με νεοφανή επαγγέλματα, όπως οι επικοινωνιολόγοι, οι δικηγόροι του εταιρικού δικαίου, τα στελέχη των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών και πληθώρα άλλων ειδικοτήτων, κάνουν δουλειές που λίγη σχέση έχουν με τη δημιουργία, με την αρχαιοελληνική σημασία του όρου: δήμος+έργο, ήτοι έργο προς όφελος του λαού, της κοινωνίας. Γι΄ αυτό, η ηθική και πνευματική ζημιά που προέρχεται από αυτή την κατάσταση είναι βαθιά.

Στα 40 χρόνια επαγγελματικής πορείας αρνήθηκα συνειδητά να υιοθετήσω την ξύλινη υπηρεσιακή γλώσσα που λέει πολλά αλλά τίποτε, που εξαντλείται στον τύπο και παρακάμπτει την ουσία. Πρόκειται για τη γλώσσα groupthink. Γι΄ αυτό προτιμούσα το κείμενο, την υπηρεσιακή έκθεση και την επιστημονική μελέτη που δεν αλλοιώνουν το προσωπικό στοιχείο. Ως εκ τούτου, και αυτό αποτελεί το ύψιστο επαγγελματικό όφελος, εξήλθα της ενεργού υπηρεσίας, όπως εισήλθα: ανόθευτος και, ως εκ τούτου, ελεύθερος, γεγονός που μου έδωσε απίστευτη επαγγελματική ικανοποίηση, που αγγίζει την πληρότητα στη ζωή μου.

Δεύτερο ωφέλημα υπήρξε η διατήρηση της επιστημονικής ελευθερίας μου σε ένα αυστηρά ιεραρχημένο περιβάλλον. Στο ΓΕΕΘΑ βρήκα κατάλληλο κλίμα για να ενσταλλάξω τις επιστημονικές γνώσεις μου. Έτσι, ξεκίνησα με ζήλο στη σύνταξη μελετών και ρηξικέλευθων εισηγήσεων που, ωστόσο, δεν ήταν πάντα καλοδεχούμενες. Μία εξ αυτών, τιτλοφορούμενη “Στρατηγικές Συμμαχίες” έκανε ιδιαίτερη αίσθηση και με εντολή Α/ΓΕΕΘΑ κυκλοφόρησε σε όλους τους Κλάδους των Ε.Δ. και καθιερώθηκε ως βασικό μάθημα στο ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα των Ε.Δ. της χώρας, τη Σχολή Εθνικής Άμυνας (ΣΕΘΑ). Είχε, ωστόσο, την αναμενόμενη τύχη… γρήγορα να ξεχαστεί! Η επιμονή μου σε αυτό το καίριας σημασίας ζήτημα καρποφόρησε με μια μελέτη “case-study”, που εκδόθηκε σε βιβλίο με τίτλο, Τουρκία-Ισραήλ και η έκλειψη της Ελλάδας από τον φυσικό της χώρο (1999).

Μια δεύτερη, ξεχωριστής βαρύτητας, μελέτη ήταν η ακτινογράφηση της Τουρκίας. Την εμπεριστατωμένη αυτή μελέτη συνέταξα μετά από επιτόπιες επαφές και πρωτόγνωρες βιωματικές εμπειρίες από εκτενή ταξίδια στην ενδοχώρα και τη μεσογειακή Τουρκία. Εν τούτοις, «βάλτωσε», όταν υποβλήθηκε, γιατί η προσέγγιση θεωρήθηκε υπερβολική, παρ΄ όλο που ήταν αυστηρά εφαρμοσμένης στρατηγικής σκέψης, βασισμένη στην επιστημονική μεθοδολογία.

Το ενδιαφέρον αναζωπυρώθηκε με την έλευση ενός Α/ΓΕΕΘΑ που χειρίστηκε την κρίση των Ιμίων και απαιτούσε ρηξικέλευθες προτάσεις, ο οποίος μου ανέθεσε τη σύνταξη σχετικής μελέτης, εκτός ωραρίου, με μικρή οικονομική απολαυή. Η μελέτη αυτή, τιτλοφορούμενη «Η στρατηγική σκέψη των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων», εντάχθηκε στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα της ΣΕΘΑ και διδασκόταν από τον συντάκτη της. Η εκτίμησή μου προς το πρόσωπο του Α/ΓΕΕΘΑ παραμένει ακέραιη, για τον πρόσθετο λόγο ότι η μελέτη αυτή αποτέλεσε το έναυσμα να προχωρήσω στη συγγραφή του διδακτορικού μου στη στρατηγική σκέψη των τουρκικών Ε.Δ. από τους Οθωμανούς μέχρι σήμερα και να ακολουθήσει η συγγραφή σειράς σχετικών βιβλίων και η δημοσίευση επιστημονικών άρθρων σε μια προσπάθεια ακτινογράφησης των Τούρκων.

Βεβαίως, υπήρξαν και άλλες θετικές ανταποκρίσεις, όπως η άμεση υλοποίηση πρότασής μου να παρέχεται η δυνατότητα στους Πομάκους κληρωτούς, να υπηρετούν τη στρατιωτική θητεία ως έφεδροι αξιωματικοί, με επιχείρημα την περίπτωση του Πατριάρχη Βαρθολομαίου, ο οποίος υπηρέτησε στον τουρκικό στρατό ως έφεδρος αξιωματικός.

Ωστόσο, δεν μπορώ να αποφύγω τη διαπίστωση ότι, ακόμα και σε απλά θέματα, η χώρα μας παραμένει δέσμια της νοοτροπίας του Επιμηθέα. Πρόκειται για νοοτροπία που σώρευσε, κατά το παρελθόν, πολλές χαμένες ευκαιρίες, όπως αυτή με την Ινδία κατά την πρώιμη μεταψυχροπολεμική περίοδο. Το Νέο Δελχί μεθόδευσε τη δημιουργία στρατηγικής σχέσης με την Ελλάδα. Η πρόταση αυτή πρωτοπαρουσιάστηκε στην αίθουσα συσκέψεων ΓΕΕΘΑ με υποδειγματικό επαγγελματικό τρόπο, από ένα στρατηγιστή στρατιωτικό, πρ. Α/ΓΕΕΘΑ και πρόεδρο Ινστιτούτου Στρατηγικών Σπουδών, παρουσία του Ινδού πρεσβευτή στην Αθήνα. Αρχικώς, η ελληνική ανταπόκριση ήταν ενθαρρυντική, όπως τη βίωσα εκ των ένδον, αλλά γρήγορα βάλτωσε στον λαβύρινθο της γραφειοκρατίας και των συντεχνιακών σκοπιμοτήτων. Γι’ αυτό, κατέφυγα και πάλι στη δημοσίευση σχετικού άρθρου, για να υποστηρίξω τις προοπτικές που ανοίγονται από την ελληνο-ινδική σύμπραξη, στο φιλόξενο έντυπο Στρατηγική, στο οποίο αρθρογραφούσα ανελλιπώς καθ’ όλη τη δεκαετία του ’90.

Κάθε φορά που ο υπηρεσιακός χώρος δεν ήταν δεκτικός, κατέφευγα στις επιστημονικές δημοσιεύσεις και στην έκδοση βιβλίων, ώστε να διευρυνθεί ο χώρος προβληματισμού σε ζητήματα εθνικού ενδιαφέροντος με την ενεργοποίηση δημόσιας συζήτησης. Στον πυρήνα αυτών των ανιδιοτελών, επίπονων και ενίοτε παρεξηγήσιμων πρωτοβουλίων, ήταν η ανάπτυξη επιχειρημάτων, ώστε η χώρα μας να δρα ως Προμηθέας με την αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της και δη του μοναδικού προνομίου που τη συνοδεύει αρχαιόθεν· ως η μοναδική χώρα στην ιστορία, που συνδέει γεωγραφικά τις τρεις κυριότερες ηπείρους: Ευρώπη-Ασία-Αφρική.

Τρίτο κατά σειρά ωφέλημα είναι η εμβάθυνση και διεύρυνση της επιστημονικής μου γνώσης. Η Υπηρεσία μου παρείχε την απρόσμενη ελευθερία, που αξιοποίησα δεόντως, να συμμετάσχω σε δεκατρία εξειδικευμένα σχολεία μεταπτυχιακού επιπέδου και πλήθος συνεδρίων στην Ελλάδα και σε διάφορες χώρες ανά τον κόσμο, με υποτροφίες που εξασφάλισα από τις κυβερνήσεις της Νορβηγίας, της Ταϊβάν, δύο φορές από το ίδρυμα Φουλμπράιτ και από τους διοργανωτές. Τις μαθησιακές εμπειρίες τις συμπλήρωσα με ταξίδια σε περισσότερες από ενενήντα χώρες, διευρύνοντας τους ακαδημαϊκούς ορίζοντές μου στις γεωπολιτικές και, κυρίως, πολιτισμικές ιδιαιτερότητες χωρών και περιοχών σε κάθε γωνιά της γης. Δυστυχώς, η πολύχυμη γνώση που αποκόμιζα και αποτυπωνόταν σε εκθέσεις και εισηγήσεις περιοριζόταν, κατά κανόνα, στα επαινετικά λόγια χωρίς πρακτική ανταπόκριση. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί η εμπειρία από τη δεύτερη επίσκεψή μου στην Ταϊβάν ως συνέδρου, όπου φιλοξενήθηκα στους ξενώνες του κορυφαίου Ιδρύματος Στρατηγικών Μελετών της χώρας. Εντύπωση μου προξένησε το γεγονός ότι, αν και Κινέζοι, το επιστημονικό ενδιαφέρον τους εστιαζόταν στην ηπειρωτική Κίνα, την οποία «ακτινογραφούσαν» απ’ όλες τις πλευρές.

Η χώρα μας, ενεργώντας ως Επιμηθέας, βρίσκεται στον αντίποδα αυτής της νοοτροπίας, γι’ αυτό και η Τουρκία παραμένει ο «μεγάλος άγνωστος». Η γνώση μας γι’ αυτήν εξαντλείται στις ατέρμονες τουρκοφλυαρίες αυτοπροβαλλόμενων τουρκολόγων, χωρίς κάποια εξειδίκευση και γνώση της τουρκικής γλώσσας, με συνέπεια οι πάντες να ομιλούμε για τα πάντα και να έχουμε άποψη για την αντιμετώπισή της. Προς τούτο, ομοιάζουμε τους Άραβες και όχι τους Ισραηλίτες. Κορυφαίος Ισραηλινός μου επεσήμανε τη βασική αδυναμία των Αράβων έναντι του Ισραήλ, που δεν είναι η έλλειψη χρημάτων, υπερσύγχρονου εξοπλισμού ή η λειψανδρία. Τουναντίον, υπερτερούν σε όλα τα προαναφερόμενα στη νιοστί. Το πρόβλημά τους είναι ότι δεν τους γνωρίζουν, δεν τους μελετούν και καταφεύγουν σε φαντασιώσεις. Οι αρνητικοί συνειρμοί, στα καθ’ ημάς, για τους Τούρκους και όλες τις όμορες χώρες, είναι εμφανείς.

Τέταρτο ωφέλημα υπήρξε η ελευθερία συμμετοχής σε πολυσχιδείς επιστημονικές πρωτοβουλίες. Η υπηρεσιακή ελευθερία που απολάμβανα, ευρισκόμενος οιονεί εκτός οργανογράμματος, μου παρείχε τη δυνατότητα να διευρύνω το εύρος της επιστημονικής μου ενασχόλησης. Στο πλαίσιο αυτό βρέθηκα συμμέτοχος πρωτοβουλιών για την ίδρυση ή/και λειτουργία «δεξαμενών σκέψης», που μέχρι τότε δεν υφίσταντο στη χώρα μας. Ξεχωρίζω τέσσερις περιπτώσεις:

α) Το Ινστιτούτο Πολιτικών Μελετών & Επιμόρφωσης (ΙΠΟΜΕ) με επικεφαλής έναν ευπατρίδη πρέσβυ, που με τιμά με τη φιλία του μέχρι σήμερα. Το εν λόγω ινστιτούτο λειτούργησε επιτυχώς ως δεξαμενή σκέψης της φιλελεύθερης αντίληψης, για να περιπέσει σε μαρασμό μόλις ανέλαβε παρενθετικά από το ΠΑΣΟΚ την εξουσία η ΝΔ, στη δεκαετία του ’90. Τον πρέσβυ ακολούθησα στην πρωτοβουλία δημιουργίας φορέα πολιτικού προβληματισμού, με ιδιαίτερη αρχικώς απήχηση αλλά χωρίς διάρκεια, αφού οι «πόρτες» των ΜΜΕ παρέμειναν κλειστές.

β) Το Ελληνικό Ίδρυμα Αμυντικής & Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ), στο οποίο συμμετείχα στις αρχικές συζητήσεις της ίδρυσής του, που διεξάγονταν στις εγκαταστάσεις της ΣΕΘΑ, στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Η φιλοδοξία των πρωτεργατών ήταν να αναδειχθεί στο ελληνικό “Chatham House” και η δική μου συμβολή ήταν η εξασφάλιση μερικής χρηματοδότησής του από το ΓΕΕΘΑ. Εκεί πρωτογνωρίστηκα με τα μετέπειτα διευθυντικά στελέχη του, αξιόλογοι και ευγενείς, οι οποίοι με τίμησαν δεόντως, έως ότου προχωρήσουν στη μεγάλη μεταστροφή, αποβάλλοντας από τον λογότυπο το “Αμυντική” και αντικαθιστώντας το με το “Ευρωπαϊκή”. Η αλλαγή από επιστημονικό σε πολιτικό φορέα ήταν εμφανής και πήρε τη μορφή μετάλλαξης από φορέα ανεξάρτητης επιστημονικής έρευνας σε ΜΚΟ για την προώθηση πολιτικών σκοπών, με αδρή εξωγενή κυρίως χρηματοδότηση, όπως αναλύει στο βιβλίο του, με πρόλογο του πρ. Α/ΓΕΣ Φραγκούλη Φράγκου, Η Ελλάδα στον κατήφορο (Ι. Σιδέρης 2013, σ. 98-101), ο κοσμοπολίτης ακαδημαϊκός, σερ  Βασίλειος Μαρκεζίνης.

Ειδικότερα, το ΕΛΙΑΜΕΠ αναδείχθηκε στον κύριο φορέα της νέας «θρησκείας», η οποία καθιερώθηκε ως πολιτική ορθότητα, που ξεφύτρωσε υπερατλαντικά και διαδόθηκε ταχύτατα στην Ευρώπη. Με τον ζήλο του νεοφώτιστου, εισήγαγε τη νέα δογματική πίστη, έχοντας για ευαγγέλιο μια νέα μορφή νεοπουριτανισμού, τον ευρωπατριωτισμό, που προβάλλει ανελλιπώς σε βαθμό παρεξήγησης, λες και έχει βγει από σεμινάριο της Λέσχης Μπίλντερμπεργκ, όπως επισημαίνει ο πρ. διευθυντής της εφ. ΕΘΝΟΣ και συνοδοιπόρος στα πρώτα βήματα του εν λόγω ιδρύματος, δημοσιογράφος Γιώργος Χαρβαλιάς. Στον νέο αυτό ρόλο εντάσσεται η αρθρογραφία διεθυντικού του στελέχους σε συστημική εφημερίδα των Αθηνών υπέρ της σιγκαπουροποίησης της Κύπρου, που ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων ακόμα και από την πρυτανεία του πανεπιστημίου που διδάσκει. Με την πάροδο του χρόνου ακολούθησαν πιο προωθημένες θέσεις, που όχι μόνο πλαστογραφούν την ιστορία και σπιλώνουν την αριστοκρατική καταγωγή μας, αλλά και ακυρώνουν κάθε γράμμα της θουκυδίδειας σκέψης, που αποτελεί το παγκόσμιο ευαγγέλιο διακρατικής συμπεριφοράς.

Η αντίθεση στο νέο αυτό αφήγημα καταγράφηκε σε βιβλίο μου, το 1997, και τα επίχειρα ήλθαν αργότερα, όταν υπηρετούσα ως λογογράφος και αναλυτής στρατηγικής στο Επιτελείο υπουργού Άμυνας, απ’ όπου αποπέμφθηκα άνευ εξηγήσεως. Και πάλι εγνωμονώ την Υπηρεσία γι’ αυτήν την απρόσμενη προσφορά, διότι ακολούθησε η πιο παραγωγική περίοδος της επαγγελματικής μου ζωής· η τριετής απόσπαση στο Γραφείο του Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου ως συνεργάτη του σε θέματα εκκλησιαστικής διπλωματίας.

Είναι γεγονός ότι το ΕΛΙΑΜΕΠ αποτελεί ιδιάζουσα περίπτωση. Έχει δαιμονοποιηθεί στην κοινή γνώμη και ιεροποιηθεί στα κέντρα εξουσίας. Προσωπικά, δεν συμμερίζομαι καμμία εκ των δύο εκδοχών. Το ΕΛΙΑΜΕΠ είναι προϊόν της ελλαδικής παθογένειας. Κατά πρώτον, είναι συνέπεια του ελλείμματος στρατηγικής κουλτούρας στη χώρα, με τα κέντρα εξουσίας να αδυνατούν να δημιουργήσουν αυτόχθονη σχολή σκέψης και παραμένουν δέσμια στον μεταπρατισμό σε υπηρεσίες και ιδέες, με συνέπεια να καταφεύγουν στα «προϊόντα» της διεθνολογικής μονοκαλλιέργειας του συγκεκριμένου ιδρύματος.

Βεβαίως, τα αίτια είναι βαθύτερα και οφείλονται στην εξάλειψη της παλιάς κοπής διανοουμένων, που μας χάρισαν δύο Νομπέλ και τη λαμπρή γενιά του ’30, οι οποίοι αποτελούσαν τη συνείδηση της κοινωνίας. Η απαξίωσή τους προήλθε μεταπολιτευτικά από τον συνεχώς διογκούμενο πληθυσμό των πανεπιστημιακών, που αριθμεί περίπου 20.000 μέλη σήμερα, πολλοί εκ των οποίων συμπλέκονται με την εξουσία και τους θεσμούς της, σε αγαστή σύμπνοια με τα συστημικά ΜΜΕ, που έχουν διαμορφώσει τη στείρα νοοτροπία των μονόδρομων. Το αποτύπωμά τους είναι έντονο στα εκπαιδευτικά προγράμματα, που είναι διαποτισμένα με το νέο πολιτισμικό αφήγημα της πολιτικής ορθότητας.

Δεν είναι τυχαίο ότι το ΕΛΙΑΜΕΠ συστάθηκε από πανεπιστημιακούς και εξελίχθηκε σε εργαστήρι του “groupthink”, γι’ αυτό στο διοικητικό του συμβούλιο συμπεριλαμβάνει διευθυντές συστημικών εφημερίδων, επίτιμους αρχηγούς Επιτελείων, επιχειρηματίες, τραπεζίτες, ανώτατους κρατικούς λειτουργούς και, φυσικά, πανεπιστημιακούς. Καταφανώς, αδικεί τον εαυτό του με το να εμμένει στη διατήρηση ενός στείρου περιβάλλοντος, όπου «τα λουλούδια δεν ανθούν» και οι «ιδέες στερούνται σεξ», για να πληθύνουν και να καρποφορήσουν. Εμμένει στους μονόδρομους, παρά τις συνεχείς τρανταχτές αστοχίες του από το Σχέδιο Ανάν, το τουρκολιβυκό μνημόνιο και τον στρατηγό Χαλίφα Χαφτάρ, τον ισχυρότερο πολέμαρχο της Λιβύης και δεινό αντίπαλο της Τουρκίας, που τον θεωρούσε «καμμένο χαρτί», μέχρι το Αιγαιακό, την «εξημέρωση» της Τουρκίας και τη διπλωματία “savoir vivre”.

γ) Η αρνητική εμπειρία των ανωτέρω προσπαθειών δεν μείωσαν τον ζήλο για προσφορά σε μια τρίτη περίπτωση, την πρωτοβουλία του υπουργείου Άμυνας, που καρποφόρησε με την ίδρυση του Ινστιτούτου Αμυντικών Αναλύσεων (ΙΑΑ). Πρωτοεγκαταστάθηκε σε ένα δωματιάκι στο συγκρότημα ιδιοκτησίας του Μετοχικού Ταμείου Στρατού στο Σύνταγμα. Σε σύντομο χρόνο αναβαθμίστηκε κτηριακά αλλά όχι επιστημονικά. Και τούτο, διότι το ΙΑΑ αλώθηκε από τους πανεπιστημιακούς και δη τους συνταγματολόγους, και έγινε φυτώριο ρουσφετολογίας και παράρτημα ιδιότυπης νοοτροπίας μικρομάγαζου, γι’ αυτό καταργήθηκε εν μια νυκτί, πλήρως απαξιωμένο. Η προοπτική να εξελιχθεί σε ερευνητικό κέντρο για τους σκοπούς του υπουργείου με την τοποθέτηση ως προέδρων ενός επίτιμου Α/ΓΕΕΘΑ και ακαδημαϊκού και ενός αξιοσέβαστου επίτιμου Α/ΓΕΣ, οι οποίοι διαδοχικά αρνήθηκαν να συνηγορήσουν στις επιλογές στελεχών που επέβαλε το υπουργείο, δεν ευωδόθηκε.

δ) Το διεθνές επιστημονικό φόρουμ “Πελαγικές Συναντήσεις”, του οποίου υπήρξα συνιδρυτής, προς τα τέλη της δεκαετίας του ’90. Επρόκειτο για μια φιλόδοξη προσπάθεια εξωστρέφειας του ΠΝ και συνάντησής του με εκπροσώπους της Εμπορικής Ναυτιλίας, στελέχη από φορείς του κράτους, ακαδημαϊκούς και ερευνητές από διάφορες χώρες για γόνιμες συζητήσεις και υψηλού επιπέδου επιστημονικές ανακοινώσεις, οι οποίες δημοσιεύονταν και ήταν διαθέσιμες στο ευρύ κοινό. Οι συναντήσεις λάμβαναν χώρα σε διαφορετικό νησί κάθε χρόνο. Στις εν λόγω συναντήσεις έκανα κάποιες από τις πιο αξιόλογες εισηγήσεις μου με την ιδιότητα του καθηγητή στη Ναυτική Σχολή Πολέμου.

Πέμπτο και σημαντικό ωφέλημα ήταν το βίωμα ενός «θαύματος». Οι εμπειρίες από την επαγγελματική διαδρομή μου επιβεβαιώνουν τη μόνιμη επωδό που συνοδεύει τον εθνικό μας βίο: η Ελλάδα σε πληγώνει και σε μικραίνει· η διασπορά σε αναπτερώνει και σε μεγαλώνει. Πολλές χώρες έχουν το αποκαλούμενο βαθύ κράτος, αλλά η Ελλάδα έχει το βαθύ έθνος, γνωστό από την αρχαιότητα ως ελληνικός κόσμος. Από τη διασπορά προήλθε η πρωτοβουλία συνεργασίας ΣΕΘΑ με το βρετανικό πανεπιστήμιο Plymouth, για τη χορήγηση Μεταπτυχιακού. Η συνεργασία ξεκίνησε ως ακαδημαϊκή και εξελίχθηκε σε στρατηγική, δηλαδή, επεκτάθηκε σε πολλούς τομείς δραστηριότητας με μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Ξεχωρίζει η συνεργασία με το τρίμηνης διάρκειας, αγγλόφωνο Διεθνές Σχολείο Εφαρμοσμένης Στρατηγικής της ΣΕΘΑ.

Το εν λόγω Πανεπιστήμιο αποτέλεσε ιδανική επιλογή για τη ΣΕΘΑ, διότι είχε την αποκλειστική επιστημονική εκπαίδευση των δοκίμων αξιωματικών του ΠΝ και των Ειδικών Δυνάμεων του Ηνωμένου Βασιλείου. Η συνεργασία ευδοκίμησε, προ δεκαπενταετίας περίπου, αφού κανένα ελληνικό πανεπιστήμιο δεν ανταποκρίθηκε σε σχετικό αίτημα της Σχολής. Πρόκειται για ένα θαύμα, που το περιέγραψα σε απάντηση αρνητικής αρθρογραφίας ενός απόστρατου στρατηγού στον ιστότοπο militaire.gr (23-02-2017).

Η βρετανική συνεργασία αποδεικνύεται εξαιρετικά χρήσιμη, διότι στοχεύει στην κάλυψη του μεγάλου ελλείμματος στα δύο σημαντικότερα ζητήματα εθνικής ασφάλειας: την κριτική σκέψη και τη στρατηγική κουλτούρα. Το διττό αυτό πρόβλημα δεν είναι πρωτοφανές ούτε ελλαδικό. Διαιωνίζεται επί μακρόν και τα αίτια που το προκαλούν τα περιέγραψε με διεισδυτικό τρόπο ο Φιόντορ (Θεόδωρος) Ντοστογιέφσκυ στο έργο του Οι Δαιμονισμένοι, ως εξής:

«η τρομερότερη μάστιγα της ανθρωπότητας, χειρότερη απ΄ τον λοιμό, τον λιμό και τον πόλεμο, είναι η ημιμάθεια. Η ημιμάθεια είναι ένας τύραννος πρωτοφανής στα χρονικά… που τον προσκύνησαν όλοι με αγάπη και τυφλή πίστη… και εγώ ο ίδιος δεν είμαι παρά ημιμαθής και γι’ αυτό τη μισώ ιδιαίτερα…».

Η φράση «hominem unius libri timeo» (φοβούμαι τον άνθρωπο του ενός βιβλίου), που αποδίδεται, μεταξύ άλλων, στον ιερό Αυγουστίνο, επίσκοπο Ιππώνος, και στον κορυφαίο θεολόγο και αριστοτελικό φιλόσοφο του μεσαίωνα, Θωμά Ακινάτη, φανερώνει ότι το θεριό της ημιμάθειας ήταν πάντα ο μεγαλύτερος φόβος των λογίων ανθρώπων, αφού και ο Ρωμαίος φιλόσοφος, στρατιωτικός και ναυτικός διοικητής των πρώτων χρόνων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, προειδοποιεί: «cave ab homine unius libri» (να φυλάγεσαι από τον άνθρωπο του ενός βιβλίου).

Ως βαθιά συνειδητοποιημένος σωκρατικός, αντιλήφθηκα ότι όσο διευρύνονταν οι επιστημονικές γνώσεις μου και πλήθαιναν οι υπηρεσιακές εμπειρίες, τόσο αύξανε η άγνοιά μου σε βαθμό που παθιάστηκα με τη ρήση «ἓν οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα». Την επίγνωση της δικής μου άγνοιας προσπαθώ επί δεκαετίες να μεταφέρω στις αίθουσες σχολών και στα Επιτελεία ως προβληματισμό και αναγκαίο βήμα προς την αυτογνωσία. Διδάσκω, συγγράφω, επιχειρηματολογώ και εισηγούμαι για την άγνοια, ατομική και συλλογική, πάνω σε καίρια ζητήματα, όπως: κριτική σκέψη, στρατηγική, πολιτισμοί και κουλτούρες. Σκοπός μου δεν είναι να περιγράψω από καθέδρας την εν λόγω παθογένεια αλλά να συμμεριστώ με ομοτέχνους και επαγγελματίες του είδους το μίσος για την άγνοιά μας, που εμφανίζεται ως ημιμάθεια. Ημιμάθεια, που έχει επιφέρει παντελή έλλειψη αυτοχθονισμού στη σκέψη και έχει δημιουργήσει τη χρόνια κρίση ταυτότητας που ταλανίζει την πατρίδα μας. Η παθογένεια αυτή, σε συνδυασμό με την έλλειψη πολιτικού οράματος και την προϊούσα ηθική παρακμή, οδηγεί σε ουσιαστικό αφελληνισμό.

Η παθιασμένη εμμονή για συναντιλήπτορες της άγνοιας βρήκε ανταπόκριση σε Έλληνα πανεπιστημιακό του Πανεπιστημίου Plymouth και από κοινού ξεκινήσαμε την εκστρατεία. Δύσκολο εγχείρημα να πολεμηθεί το θεριό. Πισωγυρίσματα στη ΣΕΘΑ, πλήρης απαξίωση στη διακλαδική σχολή της Θεσσαλονίκης (ΑΔΙΣΠΟ), «μούδιασμα» στα Επιτελεία. Μια αρθρογραφική συνεργασία με άλλους δύο πανεπιστημιακούς αγγλικών πανεπιστημίων στο έγκυρο βρετανικό περιοδικό Naval Review (Vol. 108, No 4, Autumn 2020) έφερε απροσδόκητα καρπούς, αφού μελετήθηκε ευρέως και διακινήθηκε στις στρατιωτικές σχολές και τα Επιτελεία της Βρετανίας, ενεργοποιώντας εκτεταμένη συζήτηση προβληματισμού. Απρόσμενο ήταν και το έντονο ενδιαφέρον που επέδειξε το NATO Maritime Command (MARCOM). Η αναπαραγωγή του στο επετειακό τεύχος για τα 70 χρόνια της ΣΕΘΑ (Δεκ. 2020), δεν ενεργοποίησε τον ίδιο προβληματισμό, προς το παρόν τουλάχιστον, στην πατρίδα μας.

Μας ξάφνιασε, ωστόσο, ευχάριστα ο ενθουσιασμός και το έμπρακτο ενδιαφέρον της Κύπρου. Φορείς του Κυπριακού κράτους και της ιδιωτικής ανώτατης εκπαίδευσης μας προσκάλεσαν να τους προσφέρουμε την ακαδημαϊκή τεχνογνωσία, ώστε να προβούν στην αυτο-ακτινογράφησή τους μέσω σεμιναριακού τύπου μαθημάτων, εβδομαδιαίας διάρκειας, στην κριτική σκέψη και την πολιτισμική συνειδητότητα (cultural awareness) στα στελέχη των Ε.Δ. και της Αστυνομίας.

Οι εν λόγω πρωτοβουλίες αποβλέπουν στη συνειδητοποίηση της άγνοιας που, όπως ειπώθηκε, αποτελεί προϋπόθεση για την αυτογνωσία και την κατανόηση του άλλου. Ο σοφός Κινέζος στρατηγιστής Σουν Τζου, που έζησε τον 5ο αι. π.Χ., το απέδωσε στη φημισμένη ρήση του: «καλός στρατηγός είναι εκείνος που κερδίζει τις μάχες δίχως να πολεμά». Και αυτό το επιτυγχάνει, όταν «μεθοδικά ακτινογραφεί εξίσου τον αντίπαλο και τον εαυτό του». Αυτός είναι ο αποτελεσματικότερος τρόπος καταπολέμησης του θεριού της ημιμάθειας, για να βρει ζωτικό χώρο ανάπτυξης η στρατηγική κουλτούρα, που αποτελεί τη βάση της εθνικής ασφάλειας.

Η σαραντάχρονη υπηρεσιακή πορεία μου είναι γεμάτη με βιώματα, που επιβεβαιώνουν την απόκλιση από τα κελεύσματα του Κινέζου σοφού. Η επίμονη άρνηση να αποδεχθούμε την άγνοιά μας, έχει προσβάλει τη συλλογική σκέψη μας και έχει προκαλέσει την παθογένεια των αυτο-επαίνων. Σε κάθε παράδοση-παραλαβή διοίκησης ή αποχαιρετιστήριας ομιλίας στελεχών, ο υπερθετικός κυριαρχεί: «έδωσες τον καλύτερο εαυτό σου», «άφησες εποχή», «υπήρξες άριστος στα καθήκοντά σου», «έβαλα κι εγώ ένα λιθαράκι να πάει μπροστά η Υπηρεσία». Ο αυτοέλεγχος σπανίζει, η αυτοκριτική αγνοείται.

Δύσκολο πράγμα να πολεμηθεί η άγνοια του στρατηγού, εάν δεν αποκτήσει τον οπλισμό του στρατηγιστή. Και ο μεγαλύτερος στρατηγιστής όλων των εποχών είναι ο περιθωριοποιημένος, εάν όχι εξοβελισμένος από το εκπαιδευτικό σύστημα και την πολιτική μας σκέψη, Μέγας Αλέξανδρος. Υπήρξε αξεπέραστος στρατηλάτης και εκπολιτιστής, μετατρέποντας τον πανελλαδικό (πλην Λακεδαιμονίων) στη σύνθεση στρατό του, σε κινητό πανεπιστήμιο, αφού συνοδευόταν από φιλοσόφους, ιστορικούς, γεωγράφους, αρχιτέκτονες, επιστήμονες γενικότερα, ηθοποιούς και καλλιτέχνες. Κατά βάση, το εκστρατευτικό του σώμα ήταν συγκροτημένο σε δύο επιτελεία: των στρατηγών και των σοφών. Επρόκειτο για μια εξημερωτική δύναμη των ελληνικών γραμμάτων. Και με αυτόν τον τρόπο, όχι μόνο απάλλαξε τον ελληνικό χώρο από τις συνεχείς επιβουλές της παντοδύναμης περσικής θεοβασιλείας, αλλά και λάμπρυνε τη μικρή, φτωχή και ολιγοπληθυσμική Ελλάδα, αναδεικνύοντας τον πολιτισμό της σε οικουμενικό και μεταμορφώνοντας αναίμακτα τον κόσμο με την πολιτισμική στρατηγική του. Ο πολιτιστικός εξελληνισμός ήταν τόσο διεισδυτικός, εκτενής και με διάρκεια, που επέτυχε την «ένδοθεν άλωση» της πανίσχυρης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Ο Μέγας Αλέξανδρος πιστώνεται με την ιδιοφυή σύλληψη να υιοθετήσει τον αποκεντρωτισμό, ιδρύοντας 70 πόλεις των 10.000 κατοίκων στα ελληνικά πρότυπα με αγορά, βωμό και θέατρο. Και τούτο, διότι πίστευε στην ελευθερία ως υπέρτατη αξία της ανθρώπινης ζωής, απορρίπτοντας το σκλαβοποιητικό πρότυπο και τον πολιτισμικό ολοκληρωτισμό (τον εξαμερικανισμό και τον γραφειοκρατικό ευρωπαϊσμό των Βρυξελλών, με τα σημερινά δεδομένα), αφήνοντας τους λαούς να ζουν σύμφωνα με τις παραδόσεις τους. Έτσι, η οικουμένη προετοιμάστηκε να υποδεχθεί το μήνυμα της αγάπης με τον χριστιανισμό, ο οποίος «ελληνοποιήθηκε» και ελάμπρυνε τη χιλιόχρονη αυτοκρατορία μιας π(Π)όλης, της κοσμόπολης Κωνσταντινούπολης. Απίστευτα, ανεπανάληπτα και μοναδικά επιτεύγματα ενός ολιγοπληθυσμικού λαού που αγνοούνται, εν πολλοίς εάν όχι εν όλοις, από τον κακοποιημένο νεοελληνισμό.

Με μια σαραντάχρονη υπηρεσιακή και ακαδημαϊκή εμπειρία, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η καταπολέμηση της άγνοιας πρέπει να ξεκινά με τη διδασκαλία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στις σχολές και τα σχολεία των Ε.Δ. και της Διπλωματικής Ακαδημίας, να έπονται η σκέψη του Θουκυδίδη και τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, και να ολοκληρώνεται ο διδακτικός κύκλος με δύο από τους μεγαλύτερους στρατηγικούς νόες των τελευταίων δύο αιώνων, που επηρέασαν καθοριστικά την παγκόσμια στρατηγική σκέψη: τον Πρώσο Κλαούζεβιτς (Carl von Clausewitz) και τον Βρετανό Λίντελ Χαρτ (Liddell Hart).

Η σπουδαιότητα του Πρώσου στρατηγιστή έγκειται στο γεγονός ότι η σκέψη του έχει καθορίσει μέχρι σήμερα τη στρατηγική σκέψη των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων και, κατ’ επέκταση, την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας. Δεν νοείται σοβαρός σχεδιασμός για την αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής χωρίς την εμβριθή μελέτη του Κλαούζεβιτς. Και επειδή η κλαουζεβίτσεια προσέγγιση στην Ελλάδα παραμένει ατμοσφαιρική, η εμβριθής μελέτη του Πρώσου διανοούμενου στρατηγού επιχειρήθηκε από μία από τις εμβληματικότερες προσωπικότητες της διασποράς, τον Παναγιώτη Κονδύλη, ο οποίος στα βιβλία του, Θεωρία του Πολέμου και Από τον 20ό στον 21ο αιώνα, κάνει τη διεισδυτικότερη μέχρι σήμερα ανάλυση της τουρκικής απειλής. Μιας απειλής που στοχεύει όχι τόσο την εδαφική προσάρτηση όσο τη δορυφοροποίηση της Ελλάδας και της Κύπρου.

Κατά τον Κονδύλη, και όχι μόνον, η αμετροέπεια και η έλλειψη στρατηγικής κουλτούρας στον κρατικό ελληνισμό, δεν επιτρέπει να διαγνωστεί σωστά η πραγματική φύση της τουρκικής απειλής, γι’ αυτό οι σχεδιασμοί αντιμετώπισής της περιορίζονται στα αμιγώς στρατιωτικά μέσα και σε επικλήσεις του διεθνούς δικαίου που δικαιολογούν την αδράνεια. Η ελλιπής γνώση της πραγματικής διάστασης της απειλής μειώνει την εθνική άμυνα, όπως βροντοφωνάζει από τον τάφο του ο Παπαδιαμάντης:

Ἄμυνα περὶ πάτρης δὲν εἶναι αἱ σπασμωδικαί, κακομελέτηται καὶ κακοσύντακτοι ἐπιστρατείαι, οὐδὲ τὰ σκωριασμένης ἐπιδεικτικότητος θωρηκτά. Ἄμυνα περὶ πάτρης θὰ ἦτο ἡ εὐσυνείδητος λειτουργία τῶν θεσμῶν, ἡ ἐθνικὴ ἀγωγή, ἡ χρηστὴ διοίκησις, ἡ καταπολέμησις τοῦ ξένου ὑλισμοῦ καὶ τοῦ πιθηκισμοῦ, τοῦ διαφθείραντος τὸ φρόνημα καὶ ἐκφυλίσαντος σήμερον τὸ ἔθνος, καὶ ἡ πρόληψις τῆς χρεωκοπίας.

Τίς ἠμύνθη περὶ πάτρης;

(εφ. Ἀκρόπολις, 1 Ιαν. 1896)

Η σπουδαιότητα του Λίντελ Χαρτ έγκειται στο γεγονός, ότι προέταξε τη συνειδητοποίηση της άγνοιας ως βασική αρχή της στρατηγικής σκέψης. Και αυτό το πέτυχε, εισάγοντας τη διάζευξη στρατηγού και στρατηγιστή με καταπληκτικό τρόπο, εμπνεόμενος ενδεχομένως από τον Μέγα Αλέξανδρο. Ο μέγας στρατηλάτης νίκησε τους ομοεθνείς Έλληνες, αλλά τους συμπεριφέρθηκε ωσάν να ήταν νικητές, γι’ αυτό εκστράτευσαν πανελλαδικά –εκτός Λακεδαιμονίων- εναντίον των κοινών εχθρών, των Περσών. Παρόμοια στρατηγική ακολούθησε για όλους τους υποταγμένους λαούς, με συνέπεια να δημιουργηθεί κάτι μοναδικό: όχι μια αυτοκρατορία αλλά μια παγκόσμια κοινότητα, ο ελληνιστικός κόσμος.

Ο Λίντελ Χαρτ προσέθεσε στη στρατηγική των στρατηγών, οι οποίοι διέπονται από το επιχειρησιακό πνεύμα, έχοντας σταθερό στόχο τη νίκη και την επέκταση, την υψηλή στρατηγική των στρατηγιστών που στοχεύει στην ειρήνη. Την ειρήνη, δίχως προσφυγή στα όπλα ή, σε περίπτωση ένοπλης σύρραξης, δίχως να ταπεινώνει τον ηττημένο. Ο στρατηγιστής, κατά τον εν λόγω Βρετανό, δεν σκέφτεται ούτε ενεργεί στη λογική του διπολισμού: επίθεση, όπως ο κεραυνοβόλος πόλεμος των ναζιστών (blitzkrieg) ή άμυνα, όπως η νοοτροπία της status quo χώρας με Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ), “dog fights” και μονότονες επικλήσεις του διεθνούς δικαίου. Ο στρατηγιστής επιδιώκει τον συνδυασμό των δύο, που είναι ο ορισμός της αποτροπής. Για να επιτευχθεί αυτός ο συνδυασμός, απαιτείται η δεξιότητα απόκτησης ικανοτήτων υψηλής στρατηγικής, δηλαδή ο συγκερασμός της ιδιότητας του στρατηγού και του διανοούμενου, που αποδίδεται με τον όρο στρατηγιστής.

Πρόκειται για το αρχέτυπο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, μια στρατιωτική ιδιοφυΐα με εμπειρία πολέμου από εφηβική ηλικία, εμπλουτισμένη με φιλοσοφική ευρυμάθεια, που απέκτησε ως φιλομαθής μαθητής του Αριστοτέλη. Ήταν ο στρατηγικός νους ο οποίος, στο τέλος εκάστης ημέρας σε καιρό ειρήνης ή και πολέμου, δεν παρέλειπε να μελετά την αγαπημένη του Ιλιάδα και το πρότυπό του, τον Αχιλλέα, σύμφωνα με τον Πλούταρχο. Ο Όμηρος «βασίλευε» σε κάθε σπίτι και σχολή στην αρχαία Ελλάδα· «τὴν Ἑλλάδα ὅλην πεπαίδευκεν οὗτος ὁ ἀνήρ», θα πει ο Πλάτων και θα συμπλήρωνα πως ήταν και το δημοφιλές ανάγνωσμα των Βυζαντινών, που επέτυχαν κάτι μοναδικό: να αναδείξουν την Πόλη ως τη μακροβιότερη αυτοκρατορία όλων των εποχών.

Έκτο ωφέλημα είναι ότι παρέμεινα καθόλη την επαγγελματική πορεία μου ελευθερόφρων πολίτης και όχι δεσμευμένος γραφειοκράτης. Η δέσμευση του επαγγελματία που υπηρετεί την κρατική γραφειοκρατία αποκαλύπτεται μετά τη συνταξιοδότησή του. Απελεύθερος πλέον, επιδίδεται στο προσφιλές σπορ της δημοσιοποίησης με λόγους και γραπτά των κακώς κειμένων, τα πρέπει και τα όχι και, κυρίως, στη στοχοποίηση των πολιτικών ως των ενόχων κάθε κακοδαιμονίας.

Ως αντι-γραφειοκράτης, αφού αυτο-εξαιρέθηκα από την εύνοια κάθε είδους και μορφής ιεραρχίας, διατήρησα το πολύτιμο προνόμιο της ελευθερίας, καθόλη τη διάρκεια του επαγγελματικού βίου μου. Γι’ αυτό, η πολυσχιδής δραστηριοποίησή μου πέραν και εκτός του στενού γραφειοκρατικού πλαισίου, καλύπτει σημαντικό μέρος της σαραντάχρονης πορείας μου. Η διευρυνόμενη ακαδημαϊκή δραστηριότητα και συγγραφική παραγωγή μου έδωσαν, προς στιγμή, την αίσθηση ότι ο φυσικός χώρος μου είναι ο πανεπιστημιακός. Στο πνεύμα αυτό αποδέχθηκα πρόσκληση από αθηναϊκό πανεπιστήμιο να συμμετάσχω στη διαδικασία εκλογής ως επίκουρου καθηγητή σε νεοσύστατο Τμήμα Γεωπολιτικής, ενώ παρεισέφρησα και στην εν κρυπτώ διαδικασία καθηγεσίας για την προώθηση ενός κομματικού στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, στο γνωστικό μου αντικείμενο. Η τύχη με ευνόησε και στις δύο περιπτώσεις να μην εκλεγώ σε ένα χώρο που δεν ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία μου. Βίωσα, ωστόσο, από πρώτο χέρι αυτό που το υπουργείο Παιδείας, στα τέλη του 2021, αναγνωρίζει ως πρόβλημα και επιχειρεί νομοθετικά να το μετριάσει, όχι να το θεραπεύσει, που είναι η αδιαφάνεια και η αναξιοκρατία στους διορισμούς πανεπιστημιακών, στους οποίους κυριαρχεί η οικογένεια, η παρέα και το κόμμα (εφ. Καθημερινή, 05-12-2021, σ. 24, 33).

Η ελλαδική εμπειρία της απόρριψης απέβη τελικά ωφέλιμη, διότι άνοιξε τη βρετανική προοπτική. Το Πανεπιστήμιο Plymouth με τιμά πάνω από τις προσδοκίες μου, με τον διορισμό πρώτα ως εντεταλμένου και, κατόπιν, ως επίτιμου καθηγητή του. Θέσεις συμβατές με τον ελεύθερο χαρακτήρα μου, που δεν προήλθαν από εκλεκτορικά μαγειρεία και υπόκεινται σε αξιολόγηση ανά τριετία και έγκριση από την πρυτανεία.

Για να είμαστε ειλικρινείς, το συντεχνιακό δεν περιορίζεται στον πανεπιστημιακό χώρο, αλλά αποτελεί κυρίαρχο ελλαδικό φαινόμενο, γεγονός που αποστερεί από τη χώρα μας τη δυνατότητα να αναπτύξει στρατηγική κουλτούρα. «Συντεχνιακές» είναι οι εκλογές ελλαδιτών Μητροπολιτών που, κατά το πλείστον, εξυπηρετούν σκοπιμότητες της Διοικούσας Εκκλησίας. Γι’ αυτό πολλοί εξ αυτών δεν έχουν «δέσει» με το τοπικό στοιχείο που ορίστηκαν να διακονήσουν, εν αντιθέσει με την πρακτική στην Κυπριακή Εκκλησία, που οι εκλογές αποφασίζονται με την ψήφο κλήρου και λαού.

Το «συντεχνιακό» έχει προσβάλει και τις Ε.Δ. Εκτιμώ, πως η θεσμοθέτηση Συνηγόρου (ombudsman) στις Ε.Δ., στα πρότυπα του γεννήτορα του θεσμού, της Σουηδίας, και η έγκριση των επιλογών για τις Ηγεσίες και τις διοικήσεις των μεγάλων σχηματισμών, καθώς και των ακολούθων άμυνας (ΑΚΑΜ) από την αρμόδια Επιτροπή της Βουλής, για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα χωρίς να εξαρτώνται από κυβερνητικές αλλαγές, θα μετρίαζε το πρόβλημα. Το συντεχνιακό πνεύμα έχει «στρατικοποιήσει» τη δομή των Επιτελείων. Για παράδειγμα, στη ΣΕΘΑ, στο ανώτατο ακαδημαϊκό ίδρυμα των Ε.Δ., θεωρείται αδιανόητη η θεσμοθέτηση θέσεων για πολίτες ακαδημαϊκούς, σύμφωνα με την πρακτική σε ομόλογες Σχολές. Γι’ αυτό, η ΣΕΘΑ, παρά τις επανειλημμένες αναδιοργανώσεις της, αρνείται επίμονα να υιοθετήσει το αυτονόητο, την κάλυψη της θέσεως του Διευθυντού Σπουδών και τη δημιουργία θέσεως Υποδιοικητή Ακαδημαϊκών Υποθέσεων από προσοντούχους πολίτες (πρέσβεις, ακαδημαϊκούς, αποστράτους στρατηγιστές), εμμένοντας σε ένα ξεπερασμένο οργανόγραμμα, το οποίο μειώνει τη Σχολή και τη χώρα στα μάτια των πολυώνυμων ξένων αντιπροσωπειών που την επισκέπτονται και των ξένων σπουδαστών που φιλοξενεί. Ένα οργανόγραμμα, που διαιωνίζει μια αρνητική πρωτοτυπία: να παράγει αριστούχους σπουδαστές με βαθμολογίες άνω των 90, κατά μέσο όρο, και να απωθεί τους αριστούχους εκπαιδευτές, με συνέπεια τις συχνές εναλλαγές του ένστολου προσωπικού.

Το συντεχνιακό πνεύμα ενισχύει την ιδιόρρυθμη ταξική διαστρωμάτωση που χαρακτηρίζει τη μεταπολιτευτική Ελλάδα και ανέφερα εισαγωγικά. Ενδεικτική περίπτωση αποτελεί η εξαίρεση όλων των μη ένστολων στελεχών από τις υπηρεσίες των Λεσχών των Ε.Δ. στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, παρότι παρακρατείται το αντίτιμο στις μισθοδοσίες τους. Στο πνεύμα αυτό, ενώ θεωρείται κάποιος κατάλληλος να εκπαιδεύει τα ανώτερα στελέχη των Ε.Δ., του αφαιρείται το δικαίωμα εισόδου στις Λέσχες. Ένα δικαίωμα που έχουν και όλα τα μέλη των ένστολων. Πρόκεται για περίπτωση «συντεχνιακής» αντίληψης σε ένα κατεξοχήν εθνικό θεσμικό φορέα.

Τη «στρατικοποίηση» των Ε.Δ. καταδικάζει, εκτός των άλλων, ο Κλαούζεβιτς. Ο Πρώσος διανοούμενος στρατηγός, ως εξαίρετος στρατηγιστής με διαχρονική και παγκόσμια απήχηση, θεωρεί τον πόλεμο πολιτική και όχι στρατιωτική πράξη, γι’ αυτό οι στρατιωτικοί δεν πρέπει να αναλαμβάνουν πολιτικές θέσεις. Πρέπει, να αφοσιώνονται στα στρατιωτικά τους καθήκοντα και να αποκτούν εμπειρία πολέμου. Σε περίπτωση που η χώρα τους δεν έχει εμπλακεί σε πόλεμο, πρέπει στελέχη της να επισκέπτονται ως παρατηρητές ενεργά μέτωπα πολέμου. Για τον εν λόγω στρατηγιστή, είναι αδιανόητο οι στρατιωτικοί να καταναλίσκονται σε γραφειοκρατικά καθήκοντα, εντελώς άσχετα με την αποστολή τους. Και η απόστολή τους είναι η προετοιμασία για πόλεμο ως ο μοναδικός τρόπος να εξασφαλιστεί η ειρήνη, αφού ο πόλεμος αποτελεί συστατικό της διεθνούς πολιτικής.

Αυτήν την απλή κλαουζεβίτσεια αρχή υιοθέτησαν, εκτός της Τουρκίας, οι πιο προηγμένες χώρες της Ευρώπης, όπως η Ελβετία και η Αυστρία. Σε αμφότερες τις χώρες ουδέποτε αναπτύχθηκαν «ειρηνιστικά» κινήματα, αφού προτάσσουν την καλλιέργεια υψηλού εθνικού φρονήματος ως του αποτελεσματικότερου τρόπου για την αποτροπή του πολέμου. Και τούτο επιτυγχάνεται με τη θεσμοθέτηση υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας, με τον θεσμό της πολιτοφυλακής, που απαιτεί τη διά βίου στρατιωτική εκπαίδευση, με την ανάπτυξη εγχώριας πολεμικής βιομηχανίας και την αδιάλειπτη στρατιωτική ετοιμότητα. Στο ίδιο πνεύμα κινείται και η Βρετανία, όπου είναι υποχρεωτική η στρατιωτική, ναι στρατιωτική, εκπαίδευση για όλα τα αγόρια και κορίτσια του λυκείου.

Η χώρα μας αποκλίνει από την κλαουζεβίτσεια σκέψη και την ευρωπαϊκή πρακτική. Γι’ αυτό είναι εμφανέστατη η έλλειψη στρατηγικής κουλτούρας. Προ ολίγων ετών, το υπουργείο Άμυνας χρηματοδότησε το γύρισμα ντοκυμαντέρ στην αγγλική γλώσσα, ώστε να διανεμηθεί διεθνώς, υπέρ της «ειρήνης», με αναφορές σε κλασικούς και σύγχρονους Έλληνες, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης. Όταν ρωτήθηκα από ανώτατο αξιωματικό να εκφέρω τη γνώμη μου, απάντησα ευθαρσώς: ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟ. Πρώτον, διότι η ελληνική σκέψη και παράδοση δεν είναι παθητικά ειρηνιστική –άλλωστε, οι δύο πιο αξιολάτρευτες θεότητες της κλασικής και χριστιανικής Ελλάδας, οι Παρθένες Αθηνά και Παναγία, ήταν ακατανίκητες στρατηλάτισσες- και, δεύτερον, διότι ο ρόλος των Ε.Δ. είναι η αποτροπή. Το ντοκυμαντέρ θα μας εκθέσει διεθνώς.

*   *   *

Περιγράφω, εν ολίγοις, παθογένειες του συγκεντρωτικού και γραφειοκρατικού κράτους, η θεραπεία των οποίων επιχειρείται με άνωθεν επιβαλλόμενες μεταρρυθμίσεις του δημόσιου τομέα, γι΄ αυτό και όλες αποβαίνουν άκαρπες. Και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, πολλαπλασιάζονται τα αδιέξοδα. Τα αδιέξοδα αυτά, που βιώνω ως πολίτης και επαγγελματίας, δεν με άφησαν αδιάφορο και παθητικό. Και πάλι θα αναφερθώ στις ακόλουθες ενδεικτικές πρωτοβουλίες, στις οποίες έγινα συμμέτοχος:

1.Συμμετείχα ως ιδρυτικό μέλος μιας πρωτοβουλίας προβληματισμού για την ανάταξη της κοινωνίας. Οι συνεδριάσεις της λάμβαναν χώρα στο “Yacht Club”, στο Πασαλιμάνι, με τη συμμετοχή ανθρώπων από τον εφοπλιστικό και επιχειρηματικό κόσμο, τις Ε.Δ. και επαγγελματίες του ιδιωτικού τομέα γενικότερα. Στους συμμετέχοντες, κοινοποίησα τις σκέψεις μου με υπόμνημα, για τη σύσταση όχι κόμματος αλλά “Κινήματος της «Συγγνώμης»”: η «συγγνώμη» ως δείγμα αυτογνωσίας, η οποία έχει διαγραφεί από τον δημόσιο και ιδιωτικό λόγο μας. Προχωρημένη, ίσως ουτοπική σκέψη, γι’ αυτό παρέμεινε απλό ανάγνωσμα, δίχως επεξεργασία.

Ωστόσο, αυτή η απλή λεξούλα της συγγνώμης που τόλμησε με ειλικρίνεια να απευθύνει ο μακαριστός Χριστόδουλος στους νέους με τρεμάμενη φωνή που έμεινε ιστορική, «συγγνώμη παιδιά μου», ήταν αρκετή να τους ενθουσιάσει και να τους συνεγείρει, γεγονός που το ανταπέδωσαν με την πάνδημη αγάπη τους στο πρόσωπό του.

Αναφορικά με την εν λόγω πρωτοβουλία, όσο πλήθαινε ο αριθμός των συμμετεχόντων, τόσο ο αρχικός ενθουσιασμός ξέφτιζε έως ότου εκμηδενιστεί.

  1. Ο πρωτεργάτης τής ως άνω πρωτοβουλίας μεταπήδησε σε νεοπαγή πολιτικό φορέα, που φάνηκε ικανός να διεμβολίσει τον παλαιοκομματισμό. Υπήρξε κορυφαίο στέλεχος της πολιτικής αυτής κίνησης, ο οιονεί αντιπρόεδρός του, και με προσκάλεσε σε συστράτευση. Ο φορέας αυτός είχε θεαματική άνοδο και σε σύντομο διάστημα βρέθηκε στα πρόθυρα της εξουσίας. Έτυχε να πλαισιωθώ στον ηγετικό πυρήνα του και ανέλαβα τη σύνταξη προτάσεων πολιτικής για θέματα άμυνας και ασφάλειας για την επόμενη ημέρα ως κυβερνητικού κόμματος. Είχε, μάλιστα, ρυθμιστεί η μεταπήδησή μου στη Βουλή, που ακύρωσα εσπευσμένα λίγο πριν επικυρωθεί, όταν ο «αντιπρόεδρος» του πολιτικού αυτού σχηματισμού απεχώρησε, βλέποντας τη νοοτροπία του παλαιοκομματισμού να κυριαρχεί από την πρώτη στιγμή της εξέλιξής του, ως κυβερνητικού κόμματος.
  2. Ως πολιτικό ον, δεν σταμάτησα να στοχάζομαι και να εκφράζομαι ελεύθερα σε διαπροσωπικές συζητήσεις και στα κείμενά μου. Το εκ φύσεως ανήσυχο πνεύμα, που με διακατέχει, με οδήγησε στην ανάληψη πρωτοβουλιών για τη σύνταξη υπομνημάτων και την υποβολή τους σε ανθρώπους της εξουσίας. Θεωρώ χρέος του πολίτη και δείγμα πολιτικού πολιτισμού, την εκφορά δημόσιου λόγου, διότι μέσα από την ενεργό συμμετοχή του πολίτη συνυφάνθηκε η παράδοσή μας, αυτή της πόλεως και της κοινότητας. Στο πνεύμα αυτό, μετά την προτροπή φίλων και τη διαμεσολάβηση υψηλόβαθμων τρίτων, υπέβαλα τα ακόλουθα υπομνήματα, που συνοδεύονταν με προτάσεις:

α. Σε αρχηγό κόμματος δύο χρόνια πριν αναλάβει την κυβερνητική εξουσία, τιτλοφορούμενο: «Ο Ρεαλισμός του Ανέφικτου και η Ελληνική Πραγματικότητα. Υπόμνημα Εφαρμοσμένης (γεω-)Πολιτικής».

β. Υπόμνημα σε υπουργό Εξωτερικών, τιτλοφορούμενο: «Πολιτική Διοίκηση Αγίου Όρους. Σκοπιμότητα-Διεθνής Πρακτική-Επισημάνσεις-Πρόταση». Το υπόμνημα αποτελούσε μια εξειδικευμένη μορφή του μαθήματος που εισήγαγα στις σχολές, «Η Γεωπολιτική της Ελληνορθοδοξίας», και δεν προσφέρεται πλέον στους σπουδαστές, σε μια εποχή που έπρεπε να αποτελεί κύριο μάθημα. Πρώτο θύμα αυτής της άγνοιας, με τεκτονικές ίσως συνέπειες για τον ελληνισμό, είναι το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, το οποίο έχει και αυτό εμπλακεί στη γεωπολιτική αντιπαράθεση ΗΠΑ και Ρωσίας με συνέπεια να διακυβεύεται ο ρόλος του στην Αφρική, καθώς και η ενότητα της Ορθοδοξίας. Το Πατριαρχείο αυτό μαζί με τις Αρχιεπισκοπές των Αθηνών και της Κύπρου, ακολούθησαν το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην αναγνώριση των αμερικανόφιλων σχισματικών της Ουκρανίας. Αυτή η απόφαση φέρνει τις τέσσερις Ελληνικές Εκκλησίες αντιμέτωπες με τις δέκα άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες που δεν αναγνωρίζουν τους σχισματικούς και δημιουργεί ένα προηγούμενο με σοβαρές πολιτικές επιπτώσεις, αφού ανοίγει ο δρόμος για την αναγνώριση των σχισματικών των Σκοπίων ως «Μακεδονικής» Εκκλησίας.

Οι ενέργειες αυτές προκάλεσαν τη ρήξη με το Πατριαρχείο Μόσχας, που προχώρησε στην ίδρυση Εξαρχείας στην Αφρική, στην οποία εντάχθηκαν πάνω από εκατό ενορίες, και η προοπτική είναι η ίδρυση αντίστοιχης Εξαρχείας και στην Τουρκία, στην καρδιά του Οικουμενικού Θρόνου. Λαμβάνοντας υπόψη το ισχυρό διεθνοπολιτικό και οικονομικό εκτόπισμα της Μόσχας, αντιλαμβάνεται κανείς ότι η πολιτικής έμπνευσης αναγνώριση της σχισματικής Εκκλησίας του Κιέβου από το Φανάρι, ακολουθούμενο από τις προειρημένες τρεις Ελληνικές Εκκλησίες, άνοιξε τον ασκό του Αιόλου, που θα έχει σοβαρότατες συνέπειες για τον ελληνισμό. Θεωρείται βέβαιο ότι η οξυδέρκεια του στρατηγιστή Χριστόδουλου θα τον απέτρεπε να συνηγορήσει στην εν λόγω αναγνώριση.

Ως προς το Άγιον Όρος, διατηρώ ακέραια τη βεβαιότητα ότι η χώρα μας δεν έχει συνειδητοποιήσει τη διεθνοπολιτική διάσταση αυτού του μοναδικού στον κόσμο πνευματικού φάρου. Πρόκειται για σοβαρό έλλειμμα της αποκαλούμενης «ήπιας ισχύος» της Ελλάδας, που επιβεβαιώνεται και στις επιλογές των πολιτικών διοικητών: τους ανυποψίαστους πανεπιστημιακούς Θεολογικών Σχολών, κατά το παρελθόν, διαδέχθηκαν υπάλληλοι της ΕΥΔΑΠ, εκδότες, δημοσιογράφοι, επιχειρηματίες και εφοπλιστές.

γ. Μετά την απόρριψη του σχεδίου Ανάν και τη μετατόπιση του κέντρου βάρους των ΗΠΑ στον Ειρηνικό, ανοίγονται εξαιρετικές προοπτικές για τον κρατικό ελληνισμό (Ελλάδα και Κύπρος). Σημαντικό ρόλο στην υλοποίηση αυτών των προοπτικών παίζει η εκπαίδευση στελεχών των ενόπλων δυνάμεων. Στο πνεύμα αυτό, εγχειρίστηκε στον υπουργό Άμυνας της Κύπρου, από αξιοσέβαστη πολιτική προσωπικότητα της Μεγαλονήσου, που διετέλεσε αρχηγός κόμματος και υπηρέτησε σε υψηλές κυβερνητικές και πολιτειακές θέσεις, με τον οποίο συνδεόμαστε με μακροχρόνια σχέση ειλικρινούς αλληλοεκτίμησης, υπόμνημά μου, τιτλοφορούμενο: «ΥΠΟΜΝΗΜΑ. Εκπαίδευση Στελεχών των Κυπριακών Ενόπλων Δυνάμεων στην εποχή διαμόρφωσης της Νέας Τάξης Πραγμάτων στην Ευρύτερη Περιοχή».

Η τύχη των τριών υπομνημάτων γνωστή. Απαξίωση! Αυτό έφερε στη μνήμη μου δύο διαφορετικές εμπειρίες. Η πρώτη, ως φοιτητού στην Αγγλία, όταν διατύπωσα εγγράφως τις διαφωνίες μου με θέσεις που εξέφρασε τηλεοπτικά ο τότε πρωθυπουργός Τζέιμς Κάλαχαν, αναφορικά με το Κυπριακό. Η απάντηση ήλθε εντός εβδομάδας από τον ίδιο τον πρωθυπουργό μέσω του ιδιαίτερου Γραφείου του. Η δεύτερη, με τον μακαριστό Χριστόδουλο, ο οποίος απαντούσε σε κάθε επιστολή πολίτη, ιδιοχείρως. Και μια άγνωστη πτυχή της ιδιοσυγκρασίας του· ο μακαριστός ήταν εργασιομανής και η ξεκούρασή του περιοριζόταν σε 3-4 ώρες ύπνου το εικοσιτετράωρο.

Έβδομο ωφέλημα, μπορεί να συνοψιστεί στη φράση, εμπειρία ζωής. Άφησα, τελευταία, την παραγωγικότερη περίοδο της επαγγελματικής πορείας μου, που διεύρυνε τον ορίζοντα κατανόησης του παγκόσμιου διεθνολογικού τοπίου και τη θέση τής Ελλάδας σε αυτό. Η εμπειρία αυτή με έκανε καλύτερο στέλεχος των Ε.Δ. και πραγματιστή ακαδημαϊκό. Πρόκειται για τη συνεργασία με τον οξυνούστατο εκκλησιαστικό στρατηγιστή, τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο, ο οποίος πολέμησε μέχρι εσχάτων την «παρακμή του θάρρους» με τα όπλα τής αυτογνωσίας. Και αυτογνωσία σημαίνει νοσταλγία ενός μέλλοντος, που θα εξακολουθεί να τρέφεται από μνήμη. Πρόκειται για τον πληρέστερο ορισμό εθνικής ασφάλειας, αφού η απώλεια της μνήμης απαξιώνει στη συνείδηση του πολίτη τη χώρα που καλείται να υπερασπιστεί. Και ο Χριστόδουλος προσπαθούσε να επαναφέρει στην εθνική μνήμη μια σειρά, συχνά παρωχημένων, προσηγοριών: καθήκον, θάρρος, θυσία, συγγνώμη, συμπόνια, συλλογικότητα, πίστη, ελληνικότητα, πατρίδα και την «επαναφεύρεση» του ηρωισμού, ως φραγμού στην επέλαση της πνευματικής βαρβαρότητας που εκδηλώνεται ως απάθεια.

Ο οραματιστής Χριστόδουλος αναδείχθηκε σε κεντρικό δημόσιο πρόσωπο, σε μια εποχή κρίσης της εγχώριας και Δυτικής ελίτ. Της ανοραματικής ελίτ που με τη συνδρομή των κατεστημένων και αδρότατα επιδοτούμενων ΜΜΕ εξακολουθεί να πείθει την κοινωνία και να υφίσταται. Γι΄ αυτό, η πολυεπίπεδη και όχι μόνο πολιτική κρίση της ελίτ, αφομοιώνεται ως κρίση του έθνους και κρίση της Δύσης γενικότερα, που απαιτεί τη θυσία όλων των πολιτών. Την κρίση αυτή, η οποία καθίσταται οξύτερη με την πάροδο του χρόνου, αντιλαμβάνονται όλοι οι πολίτες μόνο που, ελλείψει συναινέσεως όσων την προξένησαν, ουδείς αποτολμά να την ονομάσει. Εφ  ώ, παγιώνεται.

Ο Χριστόδουλος αποτελεί μέχρι σήμερα την εξαίρεση στη γενικευμένη αυτή σιωπή. Ο λόγος και οι ενέργειές του ταρακούνησαν τα θεμέλια της κατεστημένης ελίτ, συμπεριλαμβανομένης της εκκλησιαστικής. Πολεμήθηκε θανάσιμα, γιατί κήρυττε εθνική αυτογνωσία. Και ο επαγγελματικός χώρος που υπηρέτησα έχει μερίδιο –αν και μικρότερο από άλλους θεσμικούς φορείς-, στην υπονόμευση αυτής της καίριας αρχής εθνικής ασφάλειας. Επιβεβαιώνεται από την ακύρωση, με άκομψο τρόπο, της επίσκεψης και ομιλίας τού μακαριστού στο αμφιθέατρο ΓΕΕΘΑ, λίγες ώρες πριν από την πραγμοποίησή της. Η ιδέα της ομιλίας ήταν του γράφοντος και υιοθετήθηκε ενθουσιωδώς από τον μακαριστό και τον νεοτοποθετημένο υπουργό Άμυνας, με τον οποίο είχαμε συνεργαστεί στο ΙΠΟΜΕ. Αντί της καθιερωμένης εθιμοτυπικής επίσκεψης του υπουργού στην Αρχιεπισκοπή, να γίνει το αντίστροφο, μια που η Διεύθυνση Θρησκευτικού του ΓΕΕΘΑ υπάγεται πνευματικά στον εκάστοτε Αρχιεπίσκοπο, και οι προσκλήσεις εξωτερικών ομιλητών στο Επιτελείο αποτελούν συνήθη πρακτική.

Άλλωστε, σε μια κρίση, μπροστάρης και εμψυχωτής δεν θα είναι ο αμφιβόλου επάρκειας πανεπιστημιακός αγορητής ή ο προοδευτικός δικαιωματιστής, αλλά το «ράσο», όπως επιβεβαιώνει η ιστορία μας καθ’ όλη τη μακρόσυρτη διαδρομή της.

Αναφέρω τη συγκεκριμένη περίπτωση όχι καταγγελτικά, αλλά ως επιβεβαίωση της παπαδιαμάντειας αρχής· η ανάδειξη του οικουμενικού μέσα από το τοπικό. Ο Χριστόδουλος ήταν μια διεθνής προσωπικότητα, γιατί πίστευε στην οικουμενικότητα του ελληνισμού και όχι στον ελλαδισμό της status quo χώρας. Γι’ αυτό, έδωσε πραγματική μάχη για τη σύσταση Γραφείου της Εκκλησίας της Ελλάδος στις Βρυξέλλες, ενάντια στις έντονες αντιδράσες του Φαναρίου και Ελλαδιτών. Οι επισκέψεις προσωπικοτήτων της αλλοδαπής στην Αρχιεπισκοπή και οι προσκλήσεις από το εξωτερικό δεν είχαν προηγούμενο και επιβεβαιώνουν την οικουμενική προσωπικότητά του. Προσκλήσεις πανταχόθεν, εκτός του ημετέρου υπουργείου Άμυνας. Στην πρώτη επίσκεψη του Ερντογάν στην Αθήνα είχε κανονιστεί από μη ελλαδίτες παράγοντες συνάντησή του με τον Χριστόδουλο, που ακυρώθηκε από το ΥΠΕΞ, πιθανότατα για να μην επισκιαστεί η αθηναϊκή πολιτική ηγεσία.

Αυτό το αμήχανο συναίσθημα διαφύλαξης των πρωτείων και της αποκλειστικότητας, κυριάρχησε, κατά τα φαινόμενα, στην απευθείας τηλεοπτική μετάδοση της διακοπής κοινωνίας του Φαναρίου με τον Χριστόδουλο, για μια απόφαση που δεν ήταν προσωπική αλλά συνοδική, της Εκκλησίας της Ελλάδος. Η απόφαση, δηλαδή, οι αποκαλούμενες «Νέες Χώρες» να υπαχθούν πνευματικά στη δικαιοδοσία της Εκκλησίας της Ελλάδος, μετά τη δική του αρχιεπισκοπική θητεία. Ο μακαριστός, ως οξυδερκής στρατηγιστής, έβλεπε ξεκάθαρα το οφθαλμοφανές που εξελισσόταν μπροστά του και αδυνατούν να το δουν διαδοχικές πολιτικές ηγεσίες: οι Μητροπόλεις των «Νέων Χωρών» καλύπτουν τις πιο ευαίσθητες περιοχές της χώρας, στις οποίες όλοι οι γείτονες εγείρουν αλλυτρωτικές αξιώσεις. Η σκληρή στάση του Φαναρίου, για ένα μη δογματικό αλλά μείζον εθνικό ζήτημα, συνέπεσε χρονικά με την περίοδο που άρχισαν να πληθαίνουν οι προσκλήσεις προς τον Χριστόδουλο, από τις ΗΠΑ μέχρι την απόμακρη Μογγολία.

Μένω σε μια ιδιαίτερης βαρύτητας πρόσκληση, την οποία χειρίστηκα εξ ολοκλήρου. Ήταν ουσιαστικά τριπλή, προερχόμενη από τους τρεις ανώτατους πολιτειακούς παράγοντες του Ιράν: τον θρησκευτικό ηγέτη, τον Πρόεδρο της κυβέρνησης και τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου, να επισκεφτεί τη χώρα τους, να ξεναγηθεί στις ιερές πόλεις του σηιτισμού και να ομιλήσει στο Πανεπιστήμιο της Τεχεράνης. Είχε προηγηθεί η εθιμοτυπική και άνευ ουσίας επίσκεψη του Οικουμενικού Πατριάρχη στην Τεχεράνη, με πρόσκληση του υπουργού Πολιτισμού της χώρας. Το Ιράν κυβερνάτο από μια εξέχουσα προσωπικότητα, τον διανοούμενο Πρόεδρο Μοχαμάντ Χαταμί, και οι Ιρανοί προσέβλεπαν στον Χριστόδουλο ως την προσωπικότητα που θα μπορούσε να συμβάλει στην υλοποίηση της πρότασής τους για τη δημιουργία της «Διεθνούς των Πολιτισμών», ενός διεθνούς φόρουμ που θα αποτελείτο από τις χώρες με τους αρχαιότερους πολιτισμούς: Ελλάδα, Ιταλία, Αίγυπτο, Ιράν, Ινδία, Κίνα. Η παράκληση του Χριστόδουλου να διερευνήσω με το ΥΠΕΞ την ιρανική πρόσκληση, ώστε να μην προκληθεί κάποιο διπλωματικό ζήτημα, ανέδειξε τη μειονεξία στρατηγικής στην ελληνική εξωτερική πολιτική. Ουδείς στο υπουργείο έπαιρνε πρωτοβουλία να διατυπώσει απάντηση. Το Γραφείο του υπουργού με παρέπεμψε στην αρμόδια διεύθυνση και αυτή σε κάποια άλλη πιο αρμόδια και η αρμοδιότερη στην αρμοδιότατη σε ένα ατέλειωτο γαϊτανάκι (αν-)αρμοδιότητας.

*   *   *

Αυτό το έλλειμμα εθνικού στρατηγικού σχεδιασμού, ως συνέπεια της αδυναμίας συγκρότησης στρατηγικής κουλτούρας, βίωσα και ως μέλος ειδικής αποστολής στις ΗΠΑ. Ήταν η περίοδος της πρώιμης μεταψυχροπολεμικής εποχής, όταν η Ουάσιγκτον είχε επενδύσει σοβαρές προσδοκίες στην Ελλάδα. Στο πλαίσιο αυτό, ο στρατηγός διοικητής της εθνικής υπηρεσίας των ΗΠΑ, υπεύθυνης να «ακτινογραφεί» ολόκληρο τον πλανήτη από κάθε άποψη, που αριθμεί πάνω από 40.000 προσωπικό, προσκάλεσε τον «ομόλογό» του στο ΓΕΕΘΑ να επισκεφτεί την Ουάσιγκτον με ανοιχτή ατζέντα συζητήσεων. Ο τότε Α/ΓΕΕΘΑ, προερχόμενος εκ των αποστράτων και με νοοτροπία «ιπτάμενου» στρατηγού, είχε αντιρρήσεις στην επίσκεψη, αλλά μετά την επιμονή των Αμερικανών έδωσε την άδεια πραγματοποίησής της για τρεις μόλις ημέρες. Επικεφαλής της αποστολής ήταν ο αρμόδιος στρατηγός-Κλαδάρχης του ΓΕΕΘΑ, ο οποίος συνοδευόταν από τον γράφοντα, που «βαπτίστηκε» πολιτικός σύμβουλός του, και έναν αντισυνταγματάρχη ως υπασπιστή του. Η υποδοχή ήταν «μεγαλοπρεπής», με τον Αμερικανό στρατηγό να μας υποδέχεται στο αεροδρόμιο, και το πρόγραμμα ήταν πλούσιο σε επαφές με υψηλόβαθμους του υπουργείου Άμυνας, συμπεριλαμβανομένου ενός υφυπουργού, καθώς και με τον αντιπρόεδρο του Στρατιωτικού Πανεπιστημίου, πρέσβυ Νάιλς, που είχε διατελέσει πρεσβευτής στην Αθήνα, ο οποίος συνοδευόταν από καθηγητές, ενώπιον των οποίων βρέθηκα να δίνω, απροετοίμαστος, διάλεξη για τις εξελίξεις στην περιοχή μας.

Η έμφαση που δίναμε, σύμφωνα με τις εντολές από την Αθήνα, ήταν η προβολή του σημαντικού ρόλου της Ελλάδας στα Βαλκάνια, τα οποία, προς μεγάλη έκπληξή μας, ουδόλως ενδιέφεραν τους Αμερικανούς. Γι’ αυτό, ο Αμερικανός στρατηγός, βλέποντας την εκτός θέματος φλυαρία μας, προσκάλεσε τον Έλληνα ομόλογο στο Γραφείο του για κατ’ ιδίαν συνάντηση με την παρουσία των πολιτικών συμβούλων τους. Και εκεί μας αποκάλυψε το πραγματικό ενδιαφέρον για τη χώρα μας, που ήταν η δυνάμει συμβολή της στην προσπάθεια των Αμερικανών να «ακτινογραφήσουν» το Ιράν, ως κοινωνία, ως πολιτισμό, ως τρόπο σκέψης του λαού και των ηγεσιών του, μια που η Ελλάδα συνδέεται μαζί του από αρχαιοτάτων χρόνων, έχοντας διαπιστευμένο ακόλουθο άμυνας, εκτός των διπλωματών. Με την επάνοδό μας στην Αθήνα, και με εντολή του Κλαδάρχη, συνέταξα λεπτομερέστατη αναφορά, την τύχη της οποίας μπορεί εύκολα να φανταστεί κανείς, οπότε το έντονο ενδιαφέρον των Αμερικανών γρήγορα εξανεμίστηκε, αφήνοντας πίσω την αυτάρεσκη ικανοποίηση της ισχυράς ευρωπαϊκής Ελλάδας!

Συνδυάζω τις δύο προσωπικές εμπειρίες, για να αναδείξω το έλλειμμα κριτικής σκέψης και στρατηγικής κουλτούρας στη χώρα μας, που μας στερεί την ικανότητα να ιεραρχούμε προτεραιότητες και να αξιολογούμε τα πραγματικά δεδομένα ως Προμηθείς. Το Ιράν ήταν, είναι και θα είναι ξεχωριστού στρατηγικού ενδιαφέροντος για τις ΗΠΑ, το Ισραήλ, τις γειτονικές χώρες και θα έπρεπε να είναι, πρώτιστα, για τον ελληνισμό, διότι: όταν περιθωριοποιείται από τη Δύση αυτή η τόσο σημαντική γεωπολιτικά χώρα των αυτοχθόνων, ανεβαίνουν οι μετοχές της Τουρκίας των επήλυδων, ενώ, όταν αναβαθμίζεται, αδυνατίζει το στρατηγικό εκτόπισμα της Άγκυρας.

Και το σημαντικότερο: οι Ιρανοί αισθάνονται φυσική γεωπολιτισμική έλξη προς την Ελλάδα. Πρόκειται για τη δυναμική των ιστορικών καταβολών που συνύφαναν τον καμβά των δύο αυτών ιστορικών λαών. Το καθεστώς της Τεχεράνης είναι πάνω απ’ όλα πολιτισμικό και όχι θεοκρατικό, όπως πολιτισμικό και όχι κομμουνιστικό είναι το αντίστοιχο της Κίνας. Αυτό συγκροτεί τον αξιοθαύμαστο δυναμισμό και των δύο αυτών κρατών έναντι της σημερινής πολιτιστικής αλλοτρίωσης που χαρακτηρίζει τις χώρες της Δύσης. Η γεωπολιτισμική έλξη, που ασκεί η Αθήνα προς την Τεχεράνη, ήταν και παραμένει έντονη. Αυτό εκδηλώθηκε και με την επίσημη επίσκεψη του Ιρανού Προέδρου Χαταμί στην Αθήνα, τον Μάρτιο 2002, και τη συνακόλουθη θερμή συνάντησή του με τον Χριστόδουλο. Αυτή η γεωπολιτισμική έλξη διαχέεται σε όλους τους τομείς, όπως αποδείχθηκε ευθύς αμέσως μετά το πρώτο δειλό άνοιγμα της Δύσης προς την Τεχεράνη, που συνοδεύτηκε με την εκδήλωση έντονου ενδιαφέροντος για την αποστολή επτά αξιωματικών για φοίτηση στην Αθήνα. Το Ιράν θεωρεί φυσικό σύμμαχό του την Αθήνα, σε αντίθεση με την παραδοσιακή εχθρότητά του προς την Άγκυρα και τη Μόσχα.

Η μακροσκελής αναφορά μου στο Ιράν δεν αποσκοπεί στη δημοσιοποίηση εμπειριών για εντυπωσιασμό αλλά στη στρατηγική αυτογνωσία. Εκτιμώ πως, εάν η Ελλάδα δεν προέτασε το Βαλκανικό και το Σκοπιανό ως προτεραιότητες εθνικής πολιτικής αλλά το ιρανικό, οι στρατηγικές μετοχές της στο διεθνές χρηματιστήριο γεωπολιτικής ισχύος θα αύξαναν κατακόρυφα, ενώ με το Βαλκανικό, της ελλάσσονος σπουδαιότητας, οι μετοχές της λιγοστεύουν. Αυτή η τόσο σημαντική φίλη χώρα για την Ελλάδα δεν συμπεριλαμβάνεται σε κανένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα σχολής των Ε.Δ. Μας είναι άγνωστη, ακόμα και σήμερα, παρ’ ότι συμμετέχει σε πρωτοβουλίες που αλλάζουν ραγδαία τον ευρασιατικό χάρτη, όπως: πλήρες μέλος, από το 2021, του Οργανισμού της Σαγκάης, της ατμομηχανής που οδηγεί στην ευρασιατική σύγκλιση, η οποία ενισχύεται τα μάλα με την εμπορική και αναπτυξιακή συμφωνία μαμούθ των $400 δις με την Κίνα. Γι’ αυτό, οι γειτονικές της αραβικές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της πλέον ανταγωνιστικής Σαουδικής Αραβίας, σπεύδουν να επανασυνδέσουν δεσμούς με την Τεχεράνη.

*   *   *

Ο Χριστόδουλος είχε το έμφυτο χάρισμα να διακρίνει το πρωτεύον, διότι ήταν ελληνιστής και όχι ελλαδιστής και, ως εκ τούτου, οικουμενικός και όχι στενά ευρωπαϊστής. Ήταν εκφραστής της αρχοντικής παράδοσης του ελληνισμού και όχι της μεταπρατικής αντίληψης ενός κακοποιημένου νεοελληνισμού. Γι’ αυτό πολεμήθηκε με αήθη και κακόβουλο τρόπο και από κοντόφθαλμους του εκκλησιαστικού χώρου. Ιεράρχης των «Νέων Χωρών» εξέφρασε αντιρρήσεις στην απόσπασή μου, με το επιχείρημα ότι η Αρχιεπισκοπή θα εξελιχθεί σε υπουργείο Εξωτερικών. Αντιρρήσεις διατύπωσε και η εφημερίδα των «δικαιωματιστών» με πηχυαίο τίτλο: «Μυστικοσύμβουλος του υπουργείου Άμυνας στον Χριστόδουλο». Αμφότεροι, και πολλοί άλλοι, αγνοούν ότι ο ηγέτης του Βρετανικού Στέμματος είναι επικεφαλής της Αγγλικανικής Εκκλησίας και οι επίσκοποί της είναι μέλη της Βουλής των Λόρδων. Άλλη περίπτωση με εξίσου υψηλό πολιτικό συμβολισμό είναι η Τουρκική Διεύθυνση Θρησκεύματος, η γνωστή “Diyanet”, που θεσμοθετήθηκε επί Ατατούρκ και υπάγεται κατευθείαν στον Πρόεδρο της χώρας, η οποία επισκιάζει σε ισχύ και προϋπολογισμό κάθε υπουργείο της Τουρκίας, μετά τις Ε.Δ., και αποτελεί οιονεί το πραγματικό υπουργείο Εξωτερικών της χώρας.

Δεν πολιτικολογώ ούτε θρησκειολογώ, πολλώ δε μάλλον δεν επιχειρώ την αγιογράφηση του Χριστόδουλου. Περιορίζω τον λόγο μου στα όρια της τέχνης που γνωρίζω, στην εφαρμοσμένη στρατηγική. Γι’ αυτό, πιστός στην αρχαιοελληνική προτροπή, «ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις», προχωρώ στον ορισμό του στρατηγιστή με αναφορά σε ένα υπόδειγμα, που –φευ!- προέρχεται από τον εκκλησιαστικό χώρο: τον Χριστόδουλο.

Ο μακαριστός είχε εντυπωσιακή θύραθεν και θεολογική παιδεία, ως πολυπτυχιούχος, πολύγλωσσος και πολυταξιδεμένος. Πάνω απ’ όλα, ήταν εκκλησιαστικός (επιχειρησιακός, κατ’ αντιστοιχία στη στρατιωτική τέχνη), αξεπέραστος λειτουργός οργώνοντας ολόκληρη την Ελλάδα, καλλίφωνος, ρήτορας με απλό αλλά μεστό και εθνεγερτικό λόγο, που ξεσήκωνε το εκκλησίασμα σε χειροκροτήματα, σύμφωνα με την παράδοση των μεγάλων Πατέρων. Ήταν οικείος και προσεγγίσιμος, υπόδειγμα λαϊκού ηγέτη, αποδεχόμενος προσκλήσεις για γεύματα σε σπίτια και εστιατόρια, επισκεπτόμενος καταστήματα, ανοίγοντας συζητήσεις με τον απλό πολίτη και, πρώτιστα, με τα παιδιά, με μόνιμο χαμόγελο στα χείλη του. Ήταν ο ιερωμένος του χωρατού, καθότι άνθρωπος του λαού και όχι της εξουσίας, αλλά και άνθρωπος του καθήκοντος, χωρίς να τιμωρήσει κατώτερό του ή να μηνύσει συκοφάντες του, έστω και όταν έφταναν στο επίπεδο της χυδαιότητας. Ήταν πάνω απ’ όλα οραματιστής· σχεδίαζε το μέλλον, για να ισχυροποιήσει το παρόν.

Ο Χριστόδουλος κοινωνούσε το όραμά του με τον δημόσιο λόγο του, εκτιθέμενος στον «δήμο» και όχι κρυπτόμενος, όπως όλοι οι άλλοι θεσμικοί ηγέτες. Την εκφορά δημόσιου λόγου τη θεωρούσε εκκλησιαστική υποχρέωση, αφού και ο ίδιος ο Θεός επέλεξε την άμεση επικοινωνία με τους ανθρώπους μέσω του «Υιού και Λόγου του Θεού», δηλαδή του Ιησού. Θα εκλαϊκεύσω την επισήμανση αυτή ως εξής: η «σκέψη» του Θεού κοινωνείται στους ανθρώπους μέσω του λόγου του Ιησού, γι’ αυτό καλείται και Λόγος, ώστε το θέλημά Του να γίνει πράξη από τους ανθρώπους με τα καλά και ενάρετα έργα. Όλη η χριστιανική θεολογία συνοψίζεται σε τέσσερις λέξεις: «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο» (Ιωάν. 1, 14), που σημαίνει ο Θεός Λόγος, δηλαδή ο Ιησούς, έγινε άνθρωπος, θεάνθρωπος, για να επαναφέρει τον άνθρωπο προς το αρχέτυπό του, προς τον Δημιουργόν του (Γεν. 1, 26-27). Η ενανθρώπηση του Θεού Λόγου σημαίνει ότι ο άνθρωπος ως κατ’ εικόνα δημιούργημα του Θεού, μπορεί να φθάσει στο καθ’ ομοίωσιν, με την ελεύθερη κατάφασή του στον Θεό και μέσω της κοινωνίας με τον Θεό. Γι’ αυτό, απ’ όλα τα δημιουργήματα ο άνθρωπος ξεχωρίζει, αφού του δόθηκε το μοναδικό προνόμιο, η λογική (παράγωγο του λόγου), όπως με τόση ενάργεια υμνείται την ημέρα των Χριστουγέννων στις εκκλησίες: «ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως».

Στη θεολογία η γνώση, μέσω της έλλογης διερεύνησης της πίστης, συνίσταται «μόνο στην αναγνώριση της ακαταληψίας της θείας ουσίας», σύμφωνα με τον Βασίλειο τον Μέγα. Γι΄ αυτό ομιλούμε για τα μυστήρια ως ύψιστη θεολογική αξία. Και, όπως έλεγε ένας από τους επιφανέστερους βυζαντινολόγους του περασμένου αιώνα, ο σερ Στήβεν Ράνσιμαν, το μυστήριο δεν ερμηνεύεται διά της λογικής αλλά βιώνεται. Ωστόσο, η χρήση της λογικής στη θεολογία είναι αποδεκτή, αφού είναι θείο δώρημα προς τον άνθρωπο, διότι, εκτός των άλλων, θεμελιώνει τη δυνατότητα διείσδυσης στο περιεχόμενο της πίστης μέσω της ρητορικής, της φιλοσοφίας, της μεταφυσικής, της λογοτεχνίας και των επιστημών, όπως εξηγούν στα έργα τους οι τρεις μεγάλοι Καππαδόκες, με εντυπωσιακή θύραθεν παιδεία: ο Βασίλειος ο Μέγας, ο αδελφός του Γρηγόριος ο Νύσσης και ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός. Η λογική, όταν περιορίζετι σε στείρες γνώσεις χωρίς να συνδυάζει τον ενάρετο βίο, αδυνατεί να προσεγγίσει το θείον. Γι΄ αυτό, ο απλός άνθρωπος έχει πολλές φορές καθαρότερο νου και αγνότερη καρδιά να προσλαμβάνει την α(Α)λήθεια. Και η α(Α)λήθεια ομολογείται με τον λόγο. Καταπληκτικές οι έννοιες αυτές για την προσέγγιση του θείου, που μόνον η ελληνική γλώσσα μπορούσε να αποδώσει. Γι’ αυτό, ο Χριστός αναφώνησε μπροστά στους Έλληνες: «Ἐλήλυθεν ἡ ὥρα ἵνα δοξασθῇ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου» (Ιωάν. 12, 23). Και όποιος εκφέρει ισχυρό δημόσιο λόγο, γνωρίζει ότι πορεύεται προς τον Γολγοθά, διότι η α(Α)λήθεια πολεμάται.

Η εμμονή στη νοοτροπία “groupthink” όχι μόνο επισκιάζει τον λόγο αλλά οδηγεί στην α-λογία. Και τούτο, διότι εξισώνεται με την ταυτολογία, ήτοι την ακύρωση όλων των μορφών του λόγου, όπως είναι ο αντί-λογος. Όπου κυριαρχεί η αλογία, δεν υφίσταται δημόσιος λόγος, αφού όλα γίνονται άνωθεν και, ως εκ τούτου, ακυρώνεται η δημοκρατία. Στη Δύση ομιλούμε για πλουτοκρατία, δηλαδή την κοινωνία του 1% χωρίς τη μεσαία τάξη, και τεχνοκρατορία, ήτοι την εξουσιαστική θέση των εμπειρογνωμόνων και ειδικών. Τόσο η πλουτοκρατία όσο και η τεχνοκρατορία είναι ασύμβατες με τον λ(Λ)όγο, γι΄ αυτό, εκτός των άλλων, παρατηρείται έξαρση της αθεΐας σε όλες τις Δυτικές χώρες, μη εξαιρουμένης της Ελλάδας.

Η ασυμβατότητα του λόγου και των παραφθορών του –πλουτοκρατία και τεχνοκρατορία-, οφείλεται στην αδυναμία συγκρότησης κριτικής σκέψης, που αποτελεί μείζον πρόβλημα για τη χώρα μας. Το πρόβλημα αυτό δεν είναι βιολογικό, απεναντίας ο ιστορικός Έλληνας υπήρξε οξυδερκής, αλλά πρόβλημα παιδείας. Η ευρωενωσιακή Ελλάδα ιεραρχεί ως πρώτιστο το μάθημα της «σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης» και αγνοεί το μείζον, της «ευγένειας», ας το ονομάσουμε της «κοινωνικής αγωγής». Η ευγένεια πλάθεται στη σκέψη, βγαίνει ως επεξεργασμένος γραπτός και προφορικός λόγος και υλοποιείται με τις πράξεις: από τη συμπεριφορά, την ενδυματολογική αμφίεση, το μέτρο ή τις υπερβολές στις επιλογές, τον σεβασμό στους τρίτους και στο έτερο φύλο αλλά και στον εαυτό μας, καθώς και στο περιβάλλον και στην ευταξία των κοινόχρηστων χώρων. Η σεξουαλική συμπεριφορά του καθενός έχει άμεση σχέση με το επίπεδο της ευγένειας που διαθέτει. Όσο πιο υψηλός είναι ο δείκτης ευγένειας ενός λαού τόσο αυξάνει η διεθνής επιρροή του κράτους και η πολιτισμική του έλξη. Πρόκειται για ύψιστο παράγοντα «ήπιας» ισχύος μιας χώρας. Αυτή η ισχύς βρίσκεται σε δραματική υποχώρηση στη μεταπολιτευτική Ελλάδα, εάν κρίνει κανείς από συνήθειες ρουτίνας, όπως είναι οι αθυροστομίες, κυρίως των νέων, η απρεπής συμπεριφορά και η γενικευμένη ασχήμια, παρότι είμαστε κληρονόμοι ενός αριστοκρατικού πολιτισμού και ενός θεσπέσιου τοπίου.

Έκανα αυτήν την εκτενή αναφορά στον λ(Λ)όγο, για να ερμηνεύσω την κρισιμότητα της κριτικής σκέψης στην ασφάλεια της χώρας και να τονίσω ότι η καλλιέργεια της κριτικής σκέψης είναι παιδαγωγική άσκηση. Αναπτύσσεται, δηλαδή, σε σχολές και σχολεία. Όταν αυτή καλλιεργείται επαρκώς, τότε και ο λόγος –γραπτός και προφορικός- θα είναι σωστός και, το βασικότερο, οι πράξεις και οι ενέργειες θα είναι αντίστοιχες του λόγου. Αυτήν την τόσο σημαντική τεχνογνωσία μετακενώνουμε στους σπουδαστές της ΣΕΘΑ, που παρακολουθούν το μεταπτυχιακό πρόγραμμα του Πανεπιστημίου Plymouth.

*   *   *

Επανέρχομαι στην προηγούμενη σκέψη με την επισήμανση, ότι στρατηγιστής δίχως όραμα ισοδυναμεί με αντίφαση. Το όραμα του Χριστόδουλου ήταν ο οικουμενικός ελληνισμός και στα δύο συστατικά του: κλασική γραμματεία και ελληνορθοδοξία. Έγραφε εξίσου καλά αρχαιοελληνικά και νεοελληνικά. Το χάρισμά του ήταν τέτοιο, που, ταυτόχρονα, παρακολουθούσε τις συνομιλίες στις συσκέψεις, άκουγε τον μονίμως ανοικτό ραδιοφωνικό σταθμό της Εκκλησίας και υπέγραφε υπηρεσιακά έγγραφα.

Δύο πρόσθετες βιωματικές εμπειρίες από τη θήτευσή μου στον στρατηγιστή Χριστόδουλο. Η πρώτη, αφορά τηλεφωνική επικοινωνία που είχε μαζί μου, ευρισκόμενος στις ΗΠΑ, και αναμένοντας δότη για μεταμόσχευση, με την παράκληση να συντάξω εισηγητικό με τα θετικά και τα αρνητικά του χωρισμού Εκκλησίας-Κράτους, μέσα από μια διεθνολογική ματιά, ώστε να υποβληθεί στην Ιεραρχία με την επάνοδό του στην Ελλάδα.

Η δεύτερη, αφορούσε την εξέταση εκ μέρους μου της πρόσκλησής του να παρευρεθεί και να ομιλήσει στο ρωσικής έμπνευσης Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ «Διάλογος των Πολιτισμών», που θα διεξαγόταν στη Ρόδο με τη συμμετοχή 57 χωρών. Το Φόρουμ αγκαλιάστηκε από την ελληνική κυβέρνηση, ως ευκαιρία τουριστικής προβολής της Ρόδου, αλλά ο μακαριστός ήθελε να ενημερωθεί για τη σκοπιμότητα της εκδήλωσης. Διερευνώντας το ζήτημα, ανακάλυψα ότι πίσω από αυτήν τη διαπολιτισμική πρωτοβουλία που έγινε θεσμός για τη Ρόδο, αφού επαναλαμβανόταν κάθε χρόνο, ήταν η ρωσική ΜΚΟ, το «Κέντρο της Εθνικής Δόξας της Ρωσίας» (“Center of National Glory of Russia”), με έδρα την Αυστρία. Πρόεδρός της ήταν μια προσωπικότητα με μεγάλη επιρροή στη Ρωσία και προσωπικός φίλος του Πούτιν, ο Βλαντίμιρ Γιακούνιν. Ερμηνεύοντας διεθνολογικά τη ρωσική πρωτοβουλία, οδηγήθηκα στο συμπέρασμα ότι αυτή συνάδει με δύο διαχρονικούς στρατηγικούς στόχους της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής: πρώτον, την έξοδο στα «θερμά ύδατα» με το πρόσχημα των διαπολιτισμικών εκδηλώσεων και, δεύτερον, την «άλωση» του Φαναρίου, με δεδομένο ότι τα Δωδεκάνησα υπάγονται εκκλησιαστικά στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Άλλωστε, το φόρουμ φιλοξένησε εκπροσώπους της ρωσικής Εκκλησίας, οι οποίοι συλλειτούργησαν με τοπικούς ιερείς.

Αυτή η ρωσική εκδοχή του Διαλόγου των Πολιτισμών ήταν κλεψίτυπη, αφού είχε πρωτοδιατυπωθεί από τον Ιρανό Πρόεδρο Χαταμί.

Ο Χριστόδουλος, σταθμίζοντας τα δεδομένα, δεν αποδέχθηκε την πρόσκληση και, συνάμα, με παρακάλεσε να εισηγηθώ τη μεθόδευση δημιουργίας ανάλογου σκοπού Ιδρύματος, με ιδιόχειρες οδηγίες που τις παραθέτω αυτούσια:

Ἵδρυμα «Δόξα τῶν Ἑλλήνων»

Μὲ σκοπὸ τὴν μελέτη τῆς Ἱστορίας, τῆς Παράδοσης καὶ τῶν ἄλλων στοιχείων τοῦ Πολιτισμοῦ τῶν Ἑλλήνων, σὲ συνάφεια μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη, τὴ γλῶσσα, καὶ τοὺς θεσμούς, πρὸς ἐξασφάλιση τῆς οὐσιαστικῆς ἐπιβίωσής των μέσα σὲ ἕνα κόσμο ἀλλοτριωτικὸ καὶ παγκοσμιοποιημένο, ἐπ’ ἀγαθῷ τῆς εἰρηνικῆς οἰκουμενικῆς συνύπαρξης καὶ συνεργασίας ὅλων τῶν λαῶν τῆς γῆς.

*   *   *

Η ιστορική εμπειρία αποδεικνύει ότι σε κλίμα στρατηγικής δυσλεξίας δεν ταιριάζουν τα μεγάλα μεγέθη. Σε μελλοντικό χρόνο, συν Θεώ, σκοπεύω να καταγράψω την πλούσια σε εμπειρίες θήτευσή μου στον εκκλησιαστικό στρατηγιστή, και όχι απλώς εκκλησιαστικό ηγέτη, Χριστόδουλο. Άλλωστε, η συνταξιοδότησή μου ανοίγει καινούργιο κεφάλαιο με νέες ακαδημαϊκές ενασχολήσεις στην Ελλάδα και την Κύπρο. Ενασχολήσεις μετακένωσης των εμπειριών σε δεκτικά ακροατήρια. Και το κυριότερο, μετάδοσης της τεχνογνωσίας για την Κριτική Σκέψη, που αποτελεί προϋπόθεση ανάπτυξης στρατηγικής κουλτούρας. Και τούτο, διότι χωρίς στρατηγική κουλτούρα δεν μπορεί κανείς να ομιλεί για εθνική στρατηγική, τη βάση δηλαδή της εθνικής ασφάλειας κάθε χώρας.

Οι σοβαρές αδυναμίες στην ανάπτυξη κριτικής σκέψης έχουν, αναμφίβολα, επηρεάσει την εθνική μας στρατηγική. Θα απλοποιήσω τη διατύπωση του εν λόγω προβληματισμού μου, με το εξής ερώτημα: στο υποθετικό σενάριο που η Ελλάδα υπερεξοπλίζεται με ό,τι σύγχρονο οπλικό σύστημα υπάρχει στον πλανήτη, αποκτά πυρηνικά όπλα και η οικονομία της αναπτύσσεται με τους υψηλότερους ρυθμούς από κάθε άλλη χώρα, η Τουρκία θα αποχωρήσει από την Κύπρο, θα άρει το casus belli στο Αιγαίο, θα ακυρώσει το τουρκολιβυκό μνημόνιο, θα απο-ισλαμοποιήσει την Αγια-Σοφιά, θα πάψει να διεγείρει το μουσουλμανικό στοιχείο στη Θράκη; Όλοι έχουμε την απάντηση στα χείλη μας αλλά, όταν είμαστε σε θέσεις ευθύνης, δεν αποτολμούμε να τη διατυπώσουμε ξεκάθαρα. Εμμέσως, πλην σαφώς, απαντά στο ερώτημα ένας εκ των υπευθύνων κρατικών λειτουργών, ο συνιδρυτής του ΕΛΙΑΜΕΠ, από τους οξυδερκέστερους διεθνολόγους πανεπιστημιακούς και από τους μακροβιότερους υφυπουργούς Εξωτερικών σε άρθρο του σε συστημική εφημερίδα των Αθηνών με τον εμβληματικό τίτλο: “Γιατί με τη σημερινή στρατηγική δεν κερδίζουμε την Τουρκία” (Καθημερινή, 02-01-2022). Μια απάντηση, που εν πολλοίς παραμένει διαπίστωση με ιδιαίτερη, ωστόσο, βαρύτητα. Και τούτο, διότι, εκτός του ότι βρίσκεται στον αντίποδα της σκέψης του σημερινού ΕΛΙΑΜΕΠ, ο αρθρογράφος χαρακτηρίζει «φοβική» την εξωτερική πολιτική και αποτυχημένη την εθνική στρατηγική «διαχείρισης κρίσεων», με συνέπεια η Τουρκία να πολλαπλασιάζει τις αξιώσεις και τα κέρδη της. Οι όποιες συμμαχίες συνάπτει η Ελλάδα δεν αποφέρουν χειροπιαστά αποτελέσματα, παρά μόνο διακηρύξεις καλής θέλησης. Και καταλήγει στο άρθρο του ο εν λόγω καθηγητής ότι πρέπει να κερδίσουμε την Τουρκία και όχι απλώς να την αντιμετωπίσουμε. Ωστόσο, σταματά στο κρισιμότερο σημείο· δεν αναφέρει τον τρόπο, για να οδηγηθούμε στη νίκη. Είναι, όμως, σαφής η διαπίστωσή του ότι η εθνική στρατηγική μας στη «διαχείριση κρίσεων» έχει αποδειχθεί επανειλημμένα αποτυχημένη. Θα αποτολμούσα να συνεχίσω τη σκέψη του και να προσθέσω ότι σε κάθε διαχείριση κρίσεων, από τις καιρικές, τις οικονομικές, τις πολιτικές μέχρι και τις εθνικές, οι αρμόδιοι θεσμικοί φορείς ουδόλως αποδεικνύονται αποτελεσματικοί. Και τούτο, διότι τα αίτια δεν περιορίζονται στα πρόσωπα αλλά είναι βαθύτερα και συνοψίζονται ως έλλειψη κριτικής σκέψης.

Είναι γεγονός, ότι η ευρωενωσιακή ένταξη της Ελλάδας δεν συνοδεύτηκε με την καλλιέργεια κριτικής σκέψης, με συνέπεια να δημιουργηθεί μια σοβαρότατη παθογένεια: ο αισιόδοξος εφησυχασμός, ότι κάποιος τρίτος θα μας λύσει τα προβλήματα. Και όσο ο τρίτος δεν εμφανίζεται, τόσο αυξάνουν οι αξιώσεις της Τουρκίας και των γειτόνων, και τόσο η Ελλάδα επενδύει στο διεθνές δίκαιο, αγνοώντας παντελώς τις διαχρονικές αρχές της Στρατηγικής – τις αρχές που διατυπώθηκαν από τον Μέγα Αλέξανδρο και τον Θουκυδίδη μέχρι τον Κλαούζεβιτς και τον Λίντελ Χαρτ. Η αποτελεσματική αντιμετώπιση της Τουρκίας, και όχι μόνο, δεν γίνεται με διακηρύξεις ούτε επιτυγχάνεται με την πρόσκτηση ετοιμοπαράδοτου στρατιωτικού υλικού, αλλά «κτίζεται» μέσω της εκπαίδευσης στις σχολές και σχολεία των Ε.Δ. και της Διπλωματικής Ακαδημίας. Και το υλικό, για να εδραιωθεί το νέο κτίσμα εθνικής στρατηγικής, είναι η Κριτική Σκέψη.

*   *   *

Και μια σημαντική υποσημείωση στην εκτενή αναφορά μου από τις εκτός του στενού εργασιακού χώρου εμπειρίες, όπως ήταν η τριετής απόσπασής μου στον Χριστόδουλο. Σε πολλές χώρες της Δύσης ισχύει ο θεσμός της απόσπασης ως προϋπόθεση ανέλιξης υποσχόμενων δημοσίων λειτουργών. Για παράδειγμα, η προηγούμενη πρέσβειρα του Ηνωμένου Βασιλείου στην Αθήνα, μια ελληνομαθής διπλωμάτης, είχε αποσπαστεί για τρία χρόνια σε πολυεθνική εταιρία, για να προετοιμαστεί κατάλληλα για τον ρόλο της ως πρεσβευτή, που είναι και η προώθηση των οικονομικών συμφερόντων της χώρας της. Στη ΣΕΘΑ της Ισπανίας, αποσπώνται για φοίτηση, μεταξύ των άλλων, καθηγητές του Διεθνούς Δικαίου, διπλωμάτες, καθώς και βουλευτές από την Επιτροπή Εξωτερικών και Άμυνας, ώστε να αποκτήσουν δεξιότητες εφαρμοσμένης στρατηγικής. Με αυτόν τον τρόπο αναδεικνύονται δημόσιοι λειτουργοί με πραγματική επαγγελματική συνείδηση αποστολής και όχι γραφειοκράτες διεκπεραιωτές ή αιθεροβάμονες θεωρητικοί. Θετική εξέλιξη αποτελεί το γεγονός ότι, για πρώτη φορά, εν έτει 2021, δήμαρχος από μεγάλο δήμο της Αττικής, φοιτά στη ΣΕΘΑ.

Η αξιοποίηση υποσχόμενων κρατικών στελεχών αποτελεί διεθνή πρακτική. Για παράδειγμα, τα τουρκικά εκπαιδευτικά ιδρύματα, κυρίως τα ιδιωτικά, πλειοδοτούν σε οικονομικές προσφορές για να προσελκύσουν φωτεινούς νόες. Οι ΗΠΑ, λειτουργούν, μεταπολεμικά, στο Σάλζμπουργκ της Αυστρίας, σε μια ειδυλλιακή τοποθεσία, το διεθνές Ίδρυμα “Salzburg Seminars”, όπου μετά από αυστηρή επιλογή με προσωπικές συνεντεύξεις, επιλέγουν υποσχόμενα στελέχη απ’ όλο τον κόσμο για εξειδικευμένα σεμινάρια μίας ή δύο εβδομάδων. Στο εν λόγω Ίδρυμα επιλέχθηκα δις, με υποτροφία “Fulbright”, για να παρακολουθήσω σεμινάρια στην «Πρακτική των Διεθνών Διαπραγματεύσεων» και στη «Διαμόρφωση της Νέας Τάξης Πραγμάτων». Αντικείμενα, που ουδέποτε κλήθηκα να παρουσιάσω στις εγχώριες σχολές.

Οι Ισραηλινοί έχουν κάτι πιο άμεσο και πρακτικό. Ανιχνεύουν τους υποσχόμενους νέους από τα γυμνασιακά τους χρόνια. Ανάλογα με το γνωστικό αντικείμενο της μαθησιακής αριστείας τους, ανατίθενται σε ομοεθνή ακαδημαϊκό του Ισραήλ ή της διασποράς και εκ των κορυφαίων στην επιστήμη του, να παρακολουθεί και να κατευθύνει τον νέο μέχρι την περάτωση των πανεπιστημιακών σπουδών του. Είχα την τύχη να συνομιλήσω επί μακρόν με τον επικεφαλής αυτού του θεσμού σε μια διεθνή εκδήλωση στους Δελφούς. Επρόκειτο για τον θεωρούμενο πατέρα της ατομικής βόμβας του Ισραήλ, που τοποθετήθηκε στη θέση αυτή μετά τη συνταξιοδότησή του από το πανεπιστήμιο.

Οι Βρετανοί, ως οι κατεξοχήν φιλο-κλασικιστές μεταξύ των λαών της Ευρώπης, έχουν προχωρήσει στην εκλαΐκευση μεγάλων μορφών της αρχαίας και κλασικής Ελλάδας για χρήση των μαθητών. Ξεχωρίζει ο κλασικιστής καθηγητής Neville Morley, που προέβη στην εκλαΐκευση του Θουκυδίδη υπό μορφή σχολικού εγχειριδίου, για να αναδείξει τη σχετικότητά του στη σημερινή εποχή. Στο ίδιο πνεύμα κινείται το αγγλόφωνο κανάλι “Kings and Generals” με το τεράστιο αφιέρωμα εκπαιδευτικών βίντεο στον Μέγα Αλέξανδρο και τη Μακεδονία. Με τον τρόπο αυτό, καθώς και την υποχρεωτική στρατιωτική εκπαίδευση όλων των μαθητών και μαθητριών λυκείου, ετοιμάζουν οι Βρετανοί τα μελλοντικά στελέχη τους.

*   *   *

Μακροσκελής η ταξιδιωτική περιγραφή μου· ίσως εκληφθεί άσκοπη φλυαρία ενός αθεράπευτα οραματιστή. Το βέβαιο είναι ότι η συνταξιοδότησή μου δεν σηματοδοτεί το τέλος του ταξιδιού αλλά τη συνέχισή του με νέους συνταξιδευτές. Στους αμέτρητους παλιούς συνταξιδιώτες, επέλεξα να επικοινωνήσω τις σκέψεις μου με το παρόν ευχαριστήριο σάλπισμα.

Πάνω απ΄ όλα, πρόκειται για εγερτήριο σάλπισμα. Η πολύχρονη και πολυσχιδής υπηρεσιακή εμπειρία μού δίδαξε ότι η χώρα μας δεν ευνοεί την ανάδειξη στρατηγιστών σε όλα τα επίπεδα του δημόσιου βίου, αφού με τόση ευκολία έχει εξοβελίσει τις παγκόσμιες μορφές του ελληνικού πνεύματος από το εκπαιδευτικό της σύστημα και απαξιώνει τα τέκνα της. Ως εκ τούτου, ο στρατηγός δεν μπορεί να αναχθεί σε στρατηγιστή, εάν πρώτα δεν γίνει ομηρίδης και κλασικιστής. Εκτιμώ πως από εδώ ξεκινά η εδραίωση της εθνικής ασφάλειας της Ελλάδας και της Κύπρου. Και ενώ η δίψα για γνώση από τα στελέχη των Ε.Δ. είναι εντυπωσιακή, όπως επιβεβαιώνεται με τη γλωσσομάθεια και την απόκτηση πτυχίων, η υπηρεσιακή αξιοποίηση δεν είναι η αντίστοιχη, διότι λείπει ο αρμός που θα συνδέει τα δύο αυτά στοιχεία: γνώση και πράξη. Και ο αρμός είναι η Κριτική Σκέψη.

Το σοβαρό έλλειμμα κριτικής σκέψης είχε επισημανθεί προ ετών από ανώτερο στέλεχος των Ε.Δ., ο οποίος, μετά την αποφοίτησή του από σχολείο του Αμερικανικού Στρατού, συνέταξε εμπεριστατωμένη αναφορά. Η αναφορά του, με εντολή Α/ΓΕΕΘΑ, έγινε αντικείμενο διαβουλεύσεων μεταξύ των ΓΕ και της ΣΕΘΑ για πάνω από ένα χρόνο, και η Σχολή το εισήγαγε ως μάθημα, που παρουσιαζόταν από τον γράφοντα και έναν πανεπιστημιακό της διασποράς. Μετά την παρέλευση διετίας, αναιτίως, καταργήθηκε. Ωστόσο, ο γράφων το εισήγαγε στους υποψηφίους του Μεταπτυχιακού του Plymouth, με πρωτόγνωρη ανταπόκριση, που δικαιολογεί και τον μεγάλο αριθμό υποψηφίων, πάνω από τριάντα, που προσελκύει κάθε χρόνο το εν λόγω Μεταπτυχιακό.

Αναμφίβολα, τα νεότερα στελέχη των Ε.Δ. έχουν τις προοπτικές να αναδειχθούν στρατηγιστές. Ωστόσο, οι αδυναμίες που εμποδίζουν την εξέλιξη αυτή είναι πολλές και σοβαρές: από την ιεράρχηση των εκπαιδευτικών προτεραιοτήτων, που δεν συνάδει με την ανάδειξη στρατηγιστών, την πλασματική βαθμολόγηση στις σχολές με αριστεία για όλους, που δημιουργεί κλίμα αδράνειας, μέχρι τη στελέχωση των διευθύνσεων Προσωπικού και των εκπαιδευτών/συντονιστών στις σχολές των Ε.Δ. με γραφειοκρατικά κριτήρια στρατικοποιημένου οργανισμού. Αυτό το ύψιστης σπουδαιότητας ζήτημα εθνικής ασφάλειας αποτελεί σοβαρότατο «οικογενειακό» πρόβλημα, γι’ αυτό δεν επιθυμώ να δημοσιοποιήσω τα του οίκου μας στις λεπτομέρειές τους. Θα το κάνω, όμως, εν καιρώ με αποδέκτες τους καθ’ ύλην αρμοδίους, τη φυσική Ηγεσία. Προέχει η μη υλοποίηση της επί σειράς ετών εξαγγελθείσης δημιουργίας Πανεπιστημίου Ε.Δ., διότι, σε αντίθετη περίπτωση, οι δυνατότητες θεραπείας των προβλημάτων θα εκμηδενιστούν ανεπιστρεπτί.

*   *   *

Μένω στο έλλειμμα της κριτικής σκέψης με την εξής επισήμανση. Είναι γνωστό ότι ο ελληνισμός, καθ’ όλη τη μακραίωνη πορεία του, ουδέποτε ταυτίστηκε με τον ιμπεριαλισμό και την αποικιοκρατία. Η εγγενής εξωστρέφειά του δεν ήταν κατακτητική αλλά πολιτισμική, γι’ αυτό και υπήρξε ειρηνική και ευπρόσδεκτη από τους αυτόχθονες λαούς. Και τούτο, διότι ο πολιτισμός που ανέπτυξε ήταν πολιτισμός της πόλεως και όχι του κράτους, πολλώ δε μάλλον της αυτοκρατορίας. Και γι’ αυτό, ανέπτυξε μια θεώρηση εθνικής ασφάλειας, βασισμένη αμιγώς στην άμυνα. Στον επεκτατισμό των Περσών, απαντά με αμυντική αντίσταση, παρόμοια με τη σημερινή έναντι του επεκτατισμού της Τουρκίας. Ο Μέγας Αλέξανδρος, ως υψηλός διανοητής κριτικής σκέψης, στοχάζεται το αντίστροφο και υιοθετεί το αδιανόητο. Σκέφτεται πως τα «φράγματα», κόντρα στην ορμητικότητα του χειμαρρώδους ποταμού, κράτησαν τον ελληνισμό ασφαλή, αλλά η οριστική λύση θα ήταν να σταματήσει η ροή του ποταμού. Και ο μόνος τρόπος να το επιτύχει είναι η υιοθέτηση επιθετικής λογικής, έχοντας εξασφαλίσει την άμυνα. Τολμά το αδιανόητο και το επιτυγχάνει σε διάστημα τεσσάρων μόλις χρόνων. Πρόκειται για τον ορισμό της αποτροπής, όπως θα εξηγηθεί πιο κάτω.

Τον άθλο αυτό δεν τον πέτυχε έκτοτε καμμία αυτοκρατορική δύναμη. Η ναζιστική Γερμανία υιοθέτησε αμιγώς επιθετική λογική με τον υποβρυχιακό πόλεμο στη θάλασσα και την κεραυνοβόλο επίθεση -blitzkrieg- στη στεριά, υπονομεύοντας την άμυνά της, διότι έστρεψε τον υπόλοιπο κόσμο εναντίον της. Το ίδιο και οι ΗΠΑ, οι οποίες, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, έχασαν όλους τους πολέμους, στους οποίους ενεπλάκησαν, με εξαίρεση την άοπλη Γρενάδα. Και τούτο, διότι πρόκειται για πολέμους επιβολής και όχι υπέρ της ελευθερίας και ιδιοπροσωπίας των κατακτημένων.

Η νοοτροπία του υπερεξοπλισμού για επιθετικούς σκοπούς έχει ευρύτατη απήχηση και εφαρμογή. Άλλες χώρες εγείρουν φαραωνικών διαστάσεων «φράγματα», που μεταφράζεται σε υπερσύγχρονους εξοπλισμούς και στρατιωτικοποίηση της οικονομίας και της κοινωνίας, όπως η γιγάντωση του στρατιωτικο-βιομηχανικού κατεστημένου στις ΗΠΑ, άλλες παθιάζονται με τη μονομέρεια του υπερεξοπλισμού και άλλες με τη στρατιωτική υπερεπέκταση. Τα παραδείγματα αφθονούν. Ενδεικτικά αναφέρω τις υπερεξοπλισμένες Σοβιετική Ένωση και το Ιράν του σάχη, που κατέρρευσαν χωρίς να δεχθούν επίθεση, ενώ η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, που διαθέτουν ό,τι πιο σύγχρονο οπλικό σύστημα είναι διαθέσιμο, όχι μόνο αδυνατούν να επιβληθούν στους «ρακένδυτους» Υεμενίτες, αλλά και να εξασφαλίσουν και τη δική τους εδαφική ασφάλεια.

Οι εμφανέστατες αποτυχίες των Δυτικών οφείλονται στο τεράστιο έλλειμμα κριτικής σκέψης. Διαβάζουν μετά βουλιμίας Θουκυδίδη, αλλά δεν τον κατανοούν, διότι η κατανόησή του προαπαιτεί τη γνώση του Ομήρου και του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Το έλλειμμα κριτικής σκέψης είναι οξύτερο στη χώρα μας, διότι δεν συζητείται, ίσως και εξ αγνοίας του ζητήματος, και αυτό έχει άμεση επίδραση στην αποτελεσματικότητα της αποτροπής. Αποτροπή, υπό την έννοια του λατινικού ρήματος deterrere (αγγλιστί deterrence), που σημαίνει «εμποδίζω διά του φόβου», και επιτυγχάνεται με συνδυασμό αμυντικών και επιθετικών ενεργειών. Στην Ελληνική, ο όρος «αποτρεπτικό δόγμα» ταυτίστηκε με την άμυνα, που εξ ορισμού είναι παθητική. Γι’ αυτό, η Ελλάδα αναλαμβάνει βοηθητικούς ρόλους στις ειρηνευτικές αποστολές που συμμετέχει, και αυτοπροσδιορίζεται ως status quo χώρα. Δηλαδή, εγείρει «φράγματα» με πολυδάπανους εξοπλισμούς, δίχως αμυντική βιομηχανία, ερευνητικά κέντρα εφαρμοσμένης τεχνολογίας και στρατηγικής σκέψης. Ίσως είναι μια διεθνής εξαίρεση, διατηρώντας τέτοια έλλειψη εξειδικευμένων δεξαμενών σκέψης, όταν σε φίλιες χώρες, όπως το Ισραήλ, πολλώ δε μάλλον σε εχθρικές, όπως η Τουρκία, βρίθουν. Γι’ αυτό, στη χώρα μας πλεονάζουν οι αυτοπροσδιοριζόμενοι «ειδικοί», οι οποίοι ομιλούν επί παντός επιστητού, και τον ρόλο των ειδικών έχουν αναλάβει οι γραφειοκράτες, οι ούτω αποκαλούμενοι υπηρεσιακοί παράγοντες, οι οποίοι, ωστόσο, εναλλάσονται συνεχώς στις διάφορες θέσεις, συντηρώντας το κλίμα ερασιτεχνισμού.

Εξ ορισμού, οι ως άνω ελλείψεις αδυνατίζουν την άμυνα, αφού δεν συνοδεύεται με σχεδιασμούς να στερέψει ο ποταμός της επιθετικότητας της Τουρκίας. Και αυτό δεν επιτυγχάνεται με αμιγώς στρατιωτικά μέσα, δεδομένου ότι η Τουρκία είναι εξαιρετικά ευάλωτη σε πλείστους όσους τομείς.

Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι ματαιοπονούμε όταν θεωρούμε ως το κύριο πρόβλημα της Ελλάδας τον ξένο παράγοντα είτε αυτός είναι η Τουρκία είτε οι ΗΠΑ και οι Βρυξέλλες (ΝΑΤΟ, Ε.Ε.). Και τούτο, διότι το καίριο πρόβλημα είναι η αδυναμία συγκρότησης εγχώριας «σκέψης» ως η άμεση συνέπεια της έλλειψης κριτικής σκέψης. Η έλλειψη αυτή μεταφράζεται σε αδυναμία παραγωγής πολιτικής σε όλα τα επίπεδα. Εξού και παραμένουμε Επιμηθείς, αντιδρώντας μονίμως στα τετελεσμένα.

Το ζήτημα είναι σοβαρό, διότι η χώρα μας ακολουθεί αποκλίνουσα πορεία από τη διεθνή πρακτική. Και για να καταστεί αυτό κατανοητό, θα αναφερθώ σε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας χώρας Προμηθέα, του Ισραήλ. Οι Ισραηλινοί, ως οξύνοες στρατηγιστές, αρνούνται τη σύναψη στρατιωτικής συμμαχίας με τις ΗΠΑ και τη συγκατάθεσή τους να φιλοξενηθούν στο έδαφός τους ξένες βάσεις και στρατεύματα, για να μην περιοριστούν οι επιλογές στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής τους, που ήταν και παραμένει «πολυγαμική», σύμφωνα με τον όρο που πρωτοδιατύπωσε ο σερ Βασίλειος Μαρκεζίνης. Με την πολιτική τους αυτή δεν πρωτοτυπούν, απλώς εφαρμόζουν τη θουκυδίδεια αρχή ότι η πολιτική είναι συμφέροντα, τα οποία η Ουάσιγκτον επανειλημμένα έχει προτάξει, προδίδοντας ουκ ολίγους πιστούς συμμάχους της, όπως: τον σάχη της Περσίας, τον Μουμπάρακ της Αιγύπτου, τους Κούρδους της Συρίας, τους Αφγανούς και, πρόσφατα, τον κρατικό ελληνισμό με την απόσυρση της στήριξής της από τον αγωγό “EastMed”, ο οποίος για την Ελλάδα και την Κύπρο ισοδυναμεί με κατοχύρωση θαλάσσιας κυριαρχίας.

Το παράδειγμα του Ισραήλ, υιοθέτησαν, με εντυπωσιακό και θαρραλέο τρόπο, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, με διπλωματικά ανοίγματα προς το Ισραήλ, την Κίνα, τη Ρωσία, την Κορέα, το Ιράν και την Τουρκία, ξαφνιάζοντας για μια ακόμα φορά τους Επιμηθείς Έλληνες.

Η αδυναμία συγκρότησης κριτικής σκέψης οδηγεί σε απογοητεύσεις που έχει βιώσει επανειλημμένα ο κρατικός ελληνισμός από αποφάσεις της Ε.Ε., του ΝΑΤΟ και μεμονωμένων εταίρων. Και οι απογοητεύσεις αυτές δεν οφείλονται στις συμπεριφορές τρίτων αλλά στην αδυναμία συγκρότησης εθνικής πολιτικής που προϋποθέτει Προμηθείς.

Το έλλειμμα κριτικής σκέψης, αποτελεί το κορυφαίο ζήτημα εθνικής ασφάλειας που αντιμετωπίζει η χώρα μας. Πριν από την όποια εφαρμογή θεραπείας, απαιτείται η συνειδητοποίηση της άγνοιάς μας επ’ αυτού. Μια μικρή, δηλαδή, επανάσταση αυτογνωσίας μέσα από την εντρύφηση για την ανακάλυψη των ξεχασμένων ιστορικών καταβολών μας.

Το παρόν κείμενο είναι σάλπισμα αυτογνωσίας και, συνάμα, κάλεσμα ετοιμότητας και προετοιμασίας για την αντιμετώπιση της νέας πρόκλησης, που διαμορφώνει νέα δεδομένα ζωής: από τη μετα-δημοκρατία της μεταψυχροπολεμικής εποχής στην τεχνοκρατορία της ψηφιακής. Με τα νέα δεδομένα, ο στρατηγός δεν έχει ουσιαστικό ρόλο εάν δεν αναδειχθεί σε στρατηγιστή. Και το νέο ακατανίκητο όπλο του στρατηγιστή δεν είναι τα οπλικά συστήματα και οι στρατιωτικοί σχηματισμοί αλλά η ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ. Με τα νέα δεδομένα, η βαριά βιομηχανία που αναδεικνύει τον ισχυρό είναι η παιδεία, συμπεριλαμβανομένης αυτής στις σχολές και τα σχολεία των ΕΔ, που έχει ως βάση την Κριτική Σκέψη. Στον τομέα αυτό ο κρατικός ελληνισμός μπορεί και πρέπει να αναδειχθεί σε υπερδύναμη. Δεν πρόκειται για διατύπωση μιας ουτοπίας ενός οραματιστή αλλά για τον ρεαλισμό ενός πραγματιστή, όπως μας υπενθυμίζει μια μεγάλη πνευματική μορφή του περασμένου αιώνα, ο Μπέρτολ Μπρεχτ: «Είμαι ρεαλιστής, επιδιώκω το ανέφικτο». Για να τον συμπληρώσει ο Νίκος Καζαντζάκης: «Φτάσε όπου δεν μπορείς…» (Αναφορά στον Γκρέκο, Αθήνα: εκδ. Ελ. Καζαντζάκη 1965, σ. 23). Η χώρα μας δεν έχει ανάγκη από προγραμματισμό, και δη κυβερνητικό, αλλά από μια νέα στάση και μια νοοτροπία που θα πλαστεί μέσα από την παιδεία σε όλα τα επίπεδα. Δεν έχει ανάγκη από μία ακόμα νομοθεσία αλλά από ένα νέο πολιτισμό ζωής.

*   *   *

Το παρόν κείμενο, είναι, επίσης, ένα δυνατό σάλπισμα ευφροσύνης στη μνήμη του ολιγογράμματου αλλά μορφωμένου λευίτη πατέρα μου, μιας σπάνιας μορφής με πραότητα, καλοσύνη, ήθος και συνέπεια προς το καθήκον, του οποίου η παρουσία ήταν αρκετή να οιστρηλατήσει τον χαρακτήρα μου.

Στο μακρόσυρτο αυτό ταξίδι της ζωής μου, όπου ακροθιγώς συνοψίζω τις εμπειρίες και τις διδαχές μου, είχα για συνοδία την καβαφική προτροπή:

Πάντα στὸ νοῦ σου νἄχῃς τὴν Ἰθάκη.

Τὸ φθάσιμον ἐκεῖ εἶν᾿ ὁ προορισμός σου.

 

Ἀλλὰ μὴ βιάζῃς τὸ ταξείδι διόλου.

Καλλίτερα χρόνια πολλὰ νὰ διαρκέσει.

[…]

Ἡ Ἰθάκη σ᾿ ἔδωσε τ᾿ ὡραῖο ταξίδι.

Χωρὶς αὐτὴν δὲν θἄβγαινες στὸν δρόμο.

Ἄλλα δὲν ἔχει νὰ σὲ δώσει πιά.

 

Κι ἂν πτωχικὴ τὴν βρῇς, ἡ Ἰθάκη δὲν σὲ γέλασε.

Ἔτσι σοφὸς ποὺ ἔγινες, μὲ τόση πείρα,

ἤδη θὰ τὸ κατάλαβες ᾑ Ἰθάκες τί σημαίνουν.

Δρ. Γεώργιος Μούρτος

Ο βομβαρδισμός των «ειδικών»

 

 

Tags

Related Articles

Back to top button
Close