Γιατί το εμπάργκο όπλων της ΕΕ στην Τουρκία δεν έχει μεγάλη σημασία
Από Σάββας Δ. Βλάσσης
Στις 14 Οκτωβρίου οι υπουργοί Εξωτερικών της ΕΕ αποφάσισαν μέτρα περιορισμού των εξαγωγών όπλων προς την Τουρκία, λόγω της επεμβάσεώς της στην Συρία. Η απόφαση προβλέπει συγκεκριμένως: “Τα κράτη μέλη δεσμεύονται για ισχυρές εθνικές θέσεις όσον αφορά την πολιτική εξαγωγών όπλων προς την Τουρκία βάσει της πρότασης της κοινής θέσης 2008/944/ΚΕΠΠΑ για τον έλεγχο των εξαγωγών όπλων, συμπεριλαμβανομένης της αυστηρής εφαρμογής των κριτηρίων 4 για την περιφερειακή σταθερότητα“.
Το κριτήριο 4, περιλαμβάνει: “Τα κράτη μέλη είναι αποφασισμένα να αποτρέψουν την εξαγωγή στρατιωτικής τεχνολογίας και εξοπλισμού που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για εσωτερική καταστολή ή διεθνείς επιθετικές ενέργειες, ή να συμβάλει σε περιφερειακή αποσταθεροποίηση“.
Είχαν προηγηθεί στις 12 Οκτωβρίου ξεχωριστές σχετικές ανακοινώσεις Γερμανίας και Γαλλίας.
Ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών είχε διακηρύξει ότι “η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν θα εκδόσει νέες άδειες για όλους τους εξοπλισμούς που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από την Τουρκία στην Συρία“.
Η γαλλική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι “αποφάσισε να αναστείλει όλα τα προγράμματα εξαγωγών όπλων στην Τουρκία, τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στην επίθεση στην Συρία“.
Οι διατυπώσεις περί όπλων που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στην Συρία, αφήνουν περιθώριο για τυχόν προγράμματα τα οποία δεν σχετίζονται με την συγκεκριμένη πολεμική εμπλοκή της Τουρκίας, όπως επί παραδείγματι, για το Τουρκικό Ναυτικό. Ωστόσο, η απόφαση σε επίπεδο ΕΕ που επισημαίνει τις πρόνοιες της κοινής θέσης 2008/944/ΚΕΠΠΑ, καλύπτει γενικότερα τις εξαγωγές στρατιωτικής τεχνολογίας και εξοπλισμού.
Επί του πρακτέου, η απόφαση περί αναστολής εξαγωγών όπλων στην Τουρκία δεν έχει άμεση επίδραση, επειδή οι Τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις δεν έχουν κάποια συγκεκριμένη ανάγκη προκειμένου να φέρουν εις πέρας την συγκεκριμένη επιχείρηση. Δεν λείπουν τα οπλικά συστήματα, ούτε και τα πυρομαχικά, τα οποία είναι αυτά που καταναλώνονται σε έναν πόλεμο. Η Τουρκία έχει μεγάλη επάρκεια από πλευράς εγχωρίου παραγωγής οπλικών συστημάτων (σε ποσοστό 70%) ενώ από πλευράς πυρομαχικών, παράγει τα πάντα.
Ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει η αποκάλυψη του Γερμανού υπουργού Εξωτερικών στην Bild, ότι από το 2016 το Βερολίνο εφαρμόζει “πολύ περιοριστική γραμμή” στις εξαγωγές οπλισμού στην Τουρκία, για να συμπληρώσει αμέσως μετά το αντιφατικό στοιχείο ότι το 2018 παραδόθηκαν στην Τουρκία όπλα αξίας 242,8 εκατ. €… Πρόκειται για την αξία υποσυστημάτων και απαρτίων γερμανικής κατασκευής που σχετίζονται προφανώς κυρίως με το εν εξελίξει πρόγραμμα ναυπηγήσεως 6 νέων υποβρυχίων Type 214 για την Τουρκία. Όμως οι γερμανικές εξαγωγές δεν σταματούν εδώ, διότι υφίσταται σταθερή γερμανοτουρκική συνεργασία σε επίπεδο αμυντικών βιομηχανιών.
Είναι σαφές ότι ο Γερμανός υπουργός ψεύδεται, όταν υποστηρίζει πως από το 2016, εξ αφορμής της τουρκικής επιχειρήσεως στο Αφρίν, υπάρχουν σοβαροί περιορισμοί εξαγωγών οπλισμού στην Τουρκία. Εάν ίσχυε κάτι τέτοιο, θα είχε πληγεί καίρια η πρόοδος αρκετών τουρκικών προγραμμάτων.
Η απόφαση της ΕΕ μπορεί να επηρεάσει συγκεκριμένα προγράμματα αναπτύξεως νέων οπλικών συστημάτων που βρίσκονται σε εξέλιξη από την τουρκική αμυντική βιομηχανία. Σε αυτά τα προγράμματα, η Τουρκία συνάπτει συμφωνίες με ευρωπαϊκούς οίκους για την προμήθεια συγκεκριμένων υποσυστημάτων και απαρτίων ή συμφωνίες για συνδρομή στην σχεδίαση ή την παραχώρηση τεχνολογίας και τεχνογνωσίας, προς συνανάπτυξη τέτοιων, τα οποία ολοκληρώνονται στο τελικό τουρκικό προϊόν.
Οι γερμανικές αμυντικές βιομηχανίες είναι ο μεγαλύτερος εταίρος της τουρκικής, σε τέτοιου είδους προγράμματα. Ενδεικτικώς, η γερμανική Rheinmetall έχει συνάψει συμφωνία συνεργασίας με την τουρκική BMC, η οποία έχει αναλάβει την παραγωγή 250 αρμάτων Altay για τον Τουρκικό Στρατό. Η Rheinmetall θα διαδραματίσει ρόλο συμβούλου για την βιομηχανοποίηση του προγράμματος, δηλαδή την σειριακή παραγωγή, επειδή η BMC στερείται ανάλογης εμπειρίας.
Κατά ειρωνεία της τύχης, στις 12 Οκτωβρίου που ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών ανακοίνωνε την απόφαση της κυβερνήσεώς του, στην Τουρκία ο υφυπουργός Αμυντικής Βιομηχανίας Ισμαήλ Ντεμίρ ανακοίνωνε την επιτυχή ολοκλήρωση των τελικών δοκιμών βολής του αντιαεροπορικού πυραυλικού συστήματος HİSAR-A χαμηλών υψών, του οποίου πλέον άρχισε η σειριακή παραγωγή για τον Τουρκικό Στρατό.
Ο πύραυλος του HİSAR-A είναι τόσο όμοιος στην εμφάνιση με τον IRIS-T SL της DIEHL, που είναι σχεδόν βέβαιο ότι η γερμανική εταιρεία έχει συνεργαστεί στο τουρκικό πρόγραμμα από την φάση της σχεδιάσεως κιόλας.
Αντίστοιχα ισχύουν με τον τουρκικό πύραυλο αέρος – επιφανείας μακρού πλήγματος SOM, ο οποίος ομοιάζει με τον KEDP 350 Taurus της γερμανικής MBDA Deutschland GmbH και της σουηδικής Saab Bofors Dynamics.
Τα αναπτυξιακά προγράμματα οπλικών συστημάτων της Τουρκίας αντιπροσωπεύουν “χρυσές δουλειές” για τις ευρωπαϊκές αμυντικές βιομηχανίες και ιδίως την γερμανική. Θα επηρεαστούν λοιπόν αυτές οι “μπίζνες”, μετά την τελευταία απόφαση της ΕΕ; Πόσο θα διαρκέσει αυτή; Μέχρι να λήξει η επιχείρηση στην Συρία, δηλαδή σε κανέναν μήνα όλο κι όλο;
Εάν η απόφαση της γερμανικής κυβερνήσεως επί παραδείγματι, εφαρμοζόταν επί μακρόν, θα επηρέαζε σοβαρά την εξέλιξη της παραγωγής του τουρκικού άρματος Altay. Το ίδιο θα μπορούσε να ισχύσει στην περίπτωση του προγράμματος νέων υποβρυχίων γερμανικής προελεύσεως αλλά και του Αποβατικού Πλοίου Δεξαμενής ANADOLU (L400) που ναυπηγείται σε συνεργασία με την ισπανική Navantia. Ρεαλιστικά, δεν πρέπει να αναμένει κανείς θεαματικά αποτελέσματα. Περισσότερο κόστος θα είχε για τον Ερντογάν μια συνολική απόφαση αναστολής επενδύσεως στην χώρα του, όπως η νέα γραμμή παραγωγής αυτοκινήτων της VW επί παραδείγματι. Αλλά αυτά θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν απλώς, ευσεβείς πόθοι.
Aυτό που θα μπορούσε να γίνει είναι η άσκηση πολιτικής πιέσεως στις κυβερνήσεις Γερμανίας, Γαλλίας κ.λπ. μέσω διαρκών δημοσιευμάτων στον Τύπο των χωρών αυτών, με συγκεκριμένα στοιχεία για τα προγράμματα συνεργασίας στην ανάπτυξη τουρκικών οπλικών συστημάτων. Και σε αυτό μπορούν να συντελέσουν με ειδικές οδηγίες του Υπουργείου Εξωτερικών οι ελληνικές πρεσβείες, διοχετεύοντας ακριβή στοιχεία τέτοιας φύσεως σε ντόπιους δημοσιογράφους και ΜΜΕ, ώστε να υφίσταται διαρκής υπενθύμιση και πίεση προς τις κυβερνήσεις.