Πολυεθνικές συνεργασίες αναπτύξεως όπλων ή CONSTELLATION;
Από Σάββας Δ. Βλάσσης
Στις 20 Ιανουαρίου, το τουρκικό Υπουργείο Αμύνης ανέθεσε συμβάσεις στην εγχώρια αμυντική βιομηχανία, με κύριο ανάδοχο την Roketsan, για την βιομηχανική παραγωγή τριών οπλικών συστημάτων που θα αντικαταστήσουν ισάριθμα ξένης προελεύσεως τα οποία χρησιμοποιεί το τουρκικό ναυτικό. Το κατευθυνόμενο βλήμα επιφανείας – επιφανείας Atmaca θα αντικαταστήσει το αμερικανικό Harpoon, το επιφανείας – αέρος Sapan θα αντικαταστήσει το ESSM και η τορπίλη βαρέως τύπου Akya θα συμπληρώσει κι εν συνεχεία θα υποσκελίσει τις γερμανικές DM2A4 και τις αμερικανικές Mk48.
Όλα αυτά τα όπλα, αναπτύχθηκαν είτε μέσω συμφωνιών συναναπτύξεως με ξένους οίκους, είτε με πρόσληψη ξένων επιστημόνων με εμπειρία, που αποδέχθηκαν δελεαστικές προτάσεις προσλήψεως σε τουρκικές εταιρείες. Με την παραγωγή οπλικών συστημάτων, αυξάνεται σοβαρά το ποσοστό Εθνικής Προστιθεμένης Αξίας στις ναυτικές μονάδες που ναυπηγούνται στην Τουρκία και βελτιώνονται οι εξαγωγικές προοπτικές.
Στην Ελλάδα, όπου η αμυντική βιομηχανία κινείται σε νηπιακά επίπεδα, αντί να αναληφθούν αναπτυξιακά προγράμματα για όπλα που στις ασκήσεις και τις επιχειρήσεις καταναλώνονται κι επομένως υφίσταται διαρκής ανάγκη αναπληρώσεως, οι ναυτικοί εξοπλισμοί πάνε ανάποδα. Οι αρμόδιοι έκριναν σκόπιμη την συμμετοχή της χώρας στην από κοινού με το Ναυτικό των ΗΠΑ επανασχεδίαση της φρεγάτας κλάσεως CONSTELLATION. Τα επιχειρήματα περί εγχώριας ναυπηγήσεως και επισκευών του αμερικανικού στόλου σε ελληνικά ναυπηγεία, θα μπορούσαν κάλλιστα να προέρχονται από κάποια ιδιοκτησία ναυπηγείου με καλή εμπορική προωθητική πολιτική για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της και παράκαμψη του κρίσιμου στοιχείου ότι το τελικό προϊόν θα προσφέρεται με υψηλότερο τελικό κόστος στον πελάτη. Εάν τα ναυπηγεία ήταν κρατικά, θα μπορούσε κάποιος να κατανοήσει περισσότερο την κυβερνητική πολιτική. Τέτοιες εντυπωσιακές κινήσεις δεν έγιναν όταν υπήρχαν κρατικά ναυπηγεία, με το επιχείρημα να υπάρχουν “δουλειές” αλλά και ανάπτυξη ελληνικής σχεδιάσεως πλοίων, αποφασίζονται όμως τώρα που τα ναυπηγεία είναι σε χέρια ιδιωτών και κάποιων, ξένων συμφερόντων.
Στους ναυτικούς εξοπλισμούς, η κυβέρνηση δείχνει διατεθειμένη να προβεί σε παραγγελίες κυρίων μονάδων κρούσεως με τιμή μονάδος που θα ξεπερνούν την τάξη του 1 δισ. ευρώ ώστε να έχουν “λαμαρινοδουλειά” κάποια ναυπηγεία, όμως δεν έχει καταρτίσει αναπτυξιακό πρόγραμμα για έστω ένα ναυτικό όπλο που θα μπορεί να εξοπλίσει όλες τις μονάδες του Στόλου. Η τεχνογνωσία στην ανάπτυξη όπλων και τακτικών συστημάτων μάχης με τα οποία αυτά συνεργάζονται, είναι η “ουσία” σε ένα ναυπηγικό πρόγραμμα, για να θεωρείται ότι μία χώρα ή ένα ναυτικό έχει έναν βαθμό εξοπλιστικής αυτάρκειας. Σε αυτό το κομμάτι, δεν έχει γίνει τίποτα, ακόμη και μετά την επένδυση άνω των 3 δισ. ευρώ για τις φρεγάτες FDI HN, όπου οι συναφθείσες συνεργασίες με ελληνικές εταιρείες κινούνται σε άλλα πιο βατά πεδία ενδιαφέροντος. Πάμε λοιπόν να ξεκινήσουμε από την κατασκευή της πλατφόρμας, το σκαρί – “κουφάρι”, όπου τίποτα πάνω σε αυτήν δεν θα είναι εγχώριας αναπτύξεως.
Η κυβέρνηση εμφανίζεται αισιόδοξη, και αποφασισμένη θα μπορούσε να συμπληρώσει κανείς, για υλοποίηση φαραωνικών προγραμμάτων προμήθειας πανάκριβων κύριων οπλικών συστημάτων. Θετικό ασφαλώς αυτό. Αλλά εάν υπάρχει σοβαρή πολιτική αναπτύξεως της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, θα έπρεπε η πολιτική εξοπλισμών να συνοδεύεται και από μία δεύτερη κατηγορία φιλόδοξων αναπτυξιακών προγραμμάτων με αφιέρωση αξιόλογων πόρων, για όπλα διαφόρων τύπων, χερσαίων, ναυτικών ή αεροπορικών μέσων μάχης. Κάτι τέτοιο δεν υπάρχει στον ορατό ορίζοντα και η διακηρυχθείσα πολιτική κινείται στο πλαίσιο μερικών δεκάδων εκατομμυρίων ετησίως για “καινοτομία”, δηλαδή προϊόντα πολύ χαμηλότερου κόστους, που θα έχουν να αντιμετωπίσουν και μεγαλύτερο ανταγωνισμό στις διεθνείς αγορές.
Με άλλα λόγια, αν εξακολουθείς να αφιερώνεις γιγαντιαία ποσά για απευθείας προμήθειες αλλά ψίχουλα για ανάπτυξη εγχωρίων όπλων, δεν πρόκειται να δεις σοβαρό αποτέλεσμα ως προς την αμυντική σου βιομηχανία και την εθνική αυτάρκεια.
Αξιόλογη δυναμική συναναπτύξεως οπλικών συστημάτων, παρατηρείται τα τελευταία έτη σε επίπεδο ΕΕ, λόγω της θεσμοθετήσεως πολλά υποσχομένων πρωτοβουλιών με στόχο την ενδυνάμωση της αυτάρκειας και ανθεκτικότητος της Ευρώπης σε θέματα εξοπλισμών. Στον παρόντα χρόνο μάλιστα, ανακοινώνονται προτάσεις για την ανάπτυξη διαφόρων πυραυλικών συστημάτων που θα έπρεπε, λογικά, να ενδιέφεραν την Ελλάδα. Ακόμη περισσότερο δε, από την στιγμή που οι κρατικές εταιρείες έχουν κατά το παρελθόν πολύ θετική εμπειρία συμμετοχής σε τέτοια πολυεθνικά προγράμματα (ESSM, IRIS-T).
Στις 24 Ιουνίου, ο Γερμανός υπουργός Αμύνης Μπόρις Πιστόριους, κατόπιν συναντήσεως με τους ομολόγους του από Γαλλία και Πολωνία, ανακοίνωσε το ενδιαφέρον για ένα πολυεθνικό πρόγραμμα αναπτύξεως τακτικού πυραύλου μεγάλου βεληνεκούς, εκτοξευόμενου από χερσαίες πλατφόρμες. Ήδη οι Γάλλοι προσφέρουν μια έκδοση του πυραύλου κρουζ MdCN, που θεωρείται ότι μπορεί πολύ εύκολα να “προσαρμοστεί” σε ένα φορτηγό όχημα. Είναι μια ακόμη πρωτοβουλία τέτοιας φύσεως σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η κινητικότητα στην ΕΕ, είναι άκρως ενδιαφέρουσα και η πρωτοβουλία του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Πολωνό συνάδελφό του, να προτείνουν την κοινή χρηματοδότηση προμήθειας ευρωπαϊκών (προφανώς) αντιαεροπορικών συστημάτων, δείχνει μια τάση που ενισχύεται. Όχι δηλαδή μόνο κοινή ανάπτυξη με εθνικές πιστώσεις αλλά και προμήθειες με κοινοτικές!
Προς ώρας, οι κυβερνητικές επιλογές στους εξοπλισμούς, επικεντρώνονται σε απευθείας αναθέσεις συμβάσεων σε ΗΠΑ και Ισραήλ. Οι συμβάσεις που ανατίθενται, δεν έχουν κανέναν χαρακτήρα συναναπτύξεως καθώς υπεισέρχονται και ζητήματα πολιτικής αμυντικής βιομηχανίας, όπως στην περίπτωση των ΗΠΑ. Από αυτού του τύπου τις συμβάσεις, δεν υπάρχει καμμία ουσιαστική βιομηχανική συμμετοχή βάθους και τα λεγόμενα “ανταλλάγματα” με συμμετοχή ελληνικών εταιρειών, είναι συμβολικά για την διάσωση των προσχημάτων ή για ξέπλυμα μαύρου πολιτικού χρήματος.