Η επίδραση των FREMM και η “Ανατολική Μεσόγειος”
Από Σάββας Δ. Βλάσσης
Η επίσημη αποκάλυψη των τελευταίων ημερών από τον ΑΝΥΕΘΑ, περί επικειμένης συμφωνίας μισθώσεως δύο φρεγατών FREMM, θέτει σοβαρά ερωτηματικά για την στρατηγική της χώρας όχι τόσο σε θέματα εξοπλισμών, όσο επιλογών ευρύτερης πολιτικής. Ερωτήματα, από τα οποία μένει να απαντηθεί εάν η χώρα κινείται με βάση συγκεκριμένη πολιτική και σχέδιο ή αντιδρά αποσπασματικώς και κινδυνεύει να εκτεθεί διεθνώς υφιστάμενη νέα μείωση γοήτρου έναντι της Τουρκίας.
Σε επίπεδο στρατιωτικό και εξοπλισμών, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η σύντομη ένταξη σε υπηρεσία δύο σύγχρονων πολεμικών μονάδων επιφανείας, ενισχύει τις επιχειρησιακές δυνατότητες του ελληνικού Στόλου και συμβάλει στην Αποτροπή. Όμως το ζητούμενο τους τελευταίους μήνες, όπως έχουν δείξει σαφώς οι κινήσεις της Τουρκίας, δεν είναι απλώς η Αποτροπή μιας κρίσεως ή πολεμικής αναμετρήσεως στο Αιγαίο. Τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα, διότι η Τουρκία με την χρήση στρατιωτικών μέσων, ασκεί ήδη ποιοτικώς αναβαθμισμένη εξωτερική πολιτική εις βάρος του Ελληνισμού, όπως απέδειξε με το επεισόδιο στο Τεμάχιο 3 της ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας τον περασμένο Φεβρουάριο. Το ερώτημα λοιπόν είναι απλό: εάν είχαμε ήδη τις δύο φρεγάτες FREMM, θα είχε ακολουθήσει άλλη πολιτική η Αθήνα; Θα είχε αποστείλει τις φρεγάτες στην Κύπρο για να «διώξει» την μοίρα του τουρκικού ναυτικού που απαγόρευσε στο γεωτρύπανο της ΕΝΙ να προβεί σε έρευνες; Με αυτό ακριβώς το ερώτημα – δίλημμα θα βρεθεί αντιμέτωπη πολύ σύντομα η Αθήνα, όταν παραληφθούν οι δύο φρεγάτες.
Στην επιχειρηματολογία πολιτικών και στρατιωτικών κύκλων, επικρατεί τα τελευταία έτη η λογική ότι εάν η Ελλάδα θέλει να έχει παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο, οφείλει να μπορεί να το πράξει αυτό διά των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Στην λογική αυτή, προχώρησε το πρόγραμμα αναβαθμίσεως των ΑΦΝΣ Ρ-3Β του Πολεμικού Ναυτικού. Επόμενος στόχος, ήταν η ικανότητα αναπτύξεως μεγάλου μεγέθους μονάδων επιφανείας αυξημένων επιχειρησιακών ικανοτήτων. Το έχει περιγράψει αρκετές φορές ο ΥΕΘΑ Π. Καμμένος. Με την διαφορά ότι χρησιμοποιεί ως αιτιολογία, την ανάγκη συμμετοχής σε διεθνείς επιχειρήσεις κατά της τρομοκρατίας και της διακινήσεως ναρκωτικών στην Ανατολική Μεσόγειο, που χρηματοδοτεί την πρώτη… Είναι προφανές όμως ότι τέτοιου είδους αποστολές αστυνομεύσεως, εκτελούνται και με πολύ μικρότερες μονάδες, όπως πυραυλακάτους. Υποθέτουμε λοιπόν ότι ενδομύχως, η Αθήνα επιθυμεί την ενίσχυση του Στόλου, ώστε να μπορεί να επιχειρήσει στην Ανατολική Μεσόγειο με μεγαλύτερη ισχύ πυρός, προκειμένου να αντιμετωπίσει ήπια χρήση στρατιωτικής ισχύος από την Τουρκία εις βάρος του Ελληνισμού, όπως ακριβώς στην τελευταία κρίση. Η δραστηριότητα στην ΑΟΖ της Κύπρου, όσον αφορά την εκμετάλλευση υποθαλασσίου πλούτου, προφανώς και έχει ενισχυθεί ως προτεραιότητα από πλευράς Αθήνας, λόγω στρατηγικών συμφερόντων και εθνικών υποχρεώσεων έναντι της Λευκωσίας.
Όπως είδαμε όμως στην κρίση του παρελθόντος Φεβρουαρίου στην Κύπρο, η Αθήνα δεν χρησιμοποίησε την ναυτική ισχύ της για να ανατρέψει την πειρατική ενέργεια του τουρκικού ναυτικού στο Τεμάχιο 3. Ζητήθηκε αυτό από την Λευκωσία; Και αν ναι, τί απάντησε η Αθήνα; Ότι ανταποκρίνεται στις περιπτώσεις διεθνών ασκήσεων στην περιοχή αλλά όχι πραγματικών τουρκικών προκλήσεων;
Το ερώτημα λοιπόν δεν είναι εάν με τις δύο φρεγάτες FREMM ενισχύεται η Αποτροπή των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, έναντι μιας τουρκικής επιθέσεως στο Αιγαίο. Το ερώτημα είναι εάν όντως η Αθήνα είναι Αποφασισμένη να χρησιμοποιήσει τον ενισχυμένο Στόλο για την διαφύλαξη των συμφερόντων του Ελληνισμού στην Κύπρο. Κάτι που αντιπροσωπεύει στρατηγική απόφαση άλλου επιπέδου, η οποία βεβαίως προϋποθέτει (πρωτίστως) ανάλογη αλλαγή πολιτικής και (δευτερευόντως) στρατιωτική προετοιμασία.
Στην σφαίρα όμως μίας ελληνοτουρκικής πολεμικής αναμετρήσεως, η έξοδος του ελληνικού Στόλου από το Αιγαίο, αποτελεί παγίδα πρώτου μεγέθους από πλευράς Τουρκίας. Ο ελληνικός Στόλος είναι «χτισμένος» για την άμυνα του Αρχιπελάγους και δεν μπορεί να αναλάβει ταυτόχρονες επιχειρήσεις στην Κύπρο. Διαίρεσή του και ανάπτυξη ενός μέρους στην Κύπρο, εκτός της προστατευτικής ομπρέλας της Πολεμικής Αεροπορίας και σε μήκη και πλάτη όπου η εχθρική αεροπορία θα απολαμβάνει κυριαρχίας, αποτελεί στρατηγικό σφάλμα ολκής με δεδομένη καταστροφική κατάληξη, την οποία δεν μπορούν να αποτρέψουν δύο φρεγάτες FREMM. Το αν η θυσία ενός μέρους του Στόλου κρίνεται υπολογισμένο και αποδεκτό αντίτιμο προκειμένου να διασφαλισθούν τα εθνικά συμφέροντα, εμπίπτει σε μια άλλη συζήτηση.
Το κλίμα ευφορίας που δείχνει να κατακλίζει την κοινή γνώμη μετά τα νέα για τις δύο νέες φρεγάτες, ανοίγει ένα αμείλικτης σκληρότητος ερώτημα, από την απάντηση του οποίου εξαρτάται εάν η χώρα θα υποστεί στρατηγικής σημασίας ήττα. Μέχρι σήμερα λέγαμε ότι δεν διαθέτουμε την (αερο)ναυτική ισχύ ώστε να έχουμε ισχυρή παρουσία στην Κύπρο, οπότε αρκούμαστε στην διαχείριση των κρίσεων εκεί αποκλειστικώς με διπλωματικά μέσα. Αυτό έχει ήδη ένα κόστος έναντι της Τουρκίας, η οποία χρησιμοποιεί την ένοπλη ισχύ της στην περιοχή και αναδεικνύεται σε περιφερειακή δύναμη. Διότι όχι μόνο υποβιβάζει δι’ αυτού του τρόπου την Κυπριακή Δημοκρατία σε κράτος περιορισμένης κυριαρχίας αλλά ενισχύει και την εικόνα «φινλανδοποιήσεως» που εκπέμπει η Ελλάδα από την στρατιωτική της απουσία. Τώρα που θα αποκτήσουμε τις FREMM, η Αθήνα θα δυσκολευτεί να «δικαιολογήσει» την στρατιωτική απουσία της από την επομένη τουρκική πειρατική ενέργεια στην ΑΟΖ της Κύπρου. Νέα στρατιωτική απουσία, θα επιφέρει δεινότερο πλήγμα στο γόητρο και την εθνική υπόσταση της Ελλάδος. Συνεπώς, σε στρατηγικό επίπεδο, η στρατιωτική ενίσχυση μέσω των FREMM, στην παρούσα συγκυρία, πολιτικώς, περίπου αυτοπαγιδεύει την Αθήνα, όσο οξύμωρο και αν ακούγεται αυτό.
Οι στρατιωτικοί εξοπλισμοί μόνοι τους, άνευ αναλόγου επαναπροσδιορισμού της στρατηγικής αντιμετωπίσεως της στρατιωτικής απειλής στην Ανατολική Μεσόγειο από την Τουρκία (και όχι ασφαλώς τον… ISIS) δεν μπορούν να έχουν αποτέλεσμα. Όση Αποτροπή και Αποφασιστικότητα και αν εκπέμπεις, δεν έχουν καμμία αξία εάν δεν υπάρχει Θέληση. Είτε FREMM, είτε ομάδα αεροπλανοφόρου αποκτήσει η Ελλάδα, εάν δεν έχει Θέληση να τα χρησιμοποιήσει σε μία κρίση, δεν έχει σημασία ο βαθμός ενισχύσεως που εξασφαλίζουν. Όπως ακριβώς απέδειξε το τραγικό καθεστώς Ιωαννίδη το 1974, το οποίο, παρά την αεροναυτική υπεροχή που εξασφάλιζαν τα F-4E Phantom, τα υποβρύχια Type 209 και οι πυραυλάκατοι Combattante II με τα κατευθυνόμενα βλήματα Exocet, παράτησε την Κύπρο στις ορέξεις της Τουρκίας. Αυτό υπέστη και η μεταπολιτευτική και δημοκρατική Ελλάς αμέσως μετά, όταν εξαιτίας του εμπάργκο των ΗΠΑ οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις είχαν διαλυθεί και η Ελλάδα συνέχισε να βασίζεται στην διπλωματία. Και η ιστορία, συνεχίζεται.