Ναυπηγεία: αυτή η πληγή που δεν κλείνει
Από Σάββας Δ. Βλάσσης
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσες οι τοποθετήσεις αξιωματούχων και προσωπικοτήτων στην Ημέρα της Βιομηχανικής Συνεργασίας που διοργάνωσαν στις 3-4 Φεβρουαρίου οι όμιλοι Fincantieri και ONEX, με θέμα “Εγχώριες δυνατότητες ναυπηγικού τομέα – Δημιουργία ναυπηγικού οικοσυστήματος“.
Δύο εκ των ομιλητών, ο υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων Άδωνις Γεωργιάδης και ο πρώην ΥΕΘΑ και Επίτιμος Α/ΓΕΕΘΑ ναύαρχος Ευάγγελος Αποστολάκης, έδωσαν με τις πολύ ενδιαφέρουσες “καταθέσεις” τους το στίγμα όχι μόνο των εξελίξεων αλλά και του πρόσφατου παρελθόντος, στον συγκεκριμένο τομέα.
Τα όσα είπε ο κ. Αποστολάκης έχουν ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον, επειδή όχι μόνο αντιμετώπισε τα πράγματα σε καθαρά στρατιωτικό επίπεδο κορυφής αλλά κι εν συνεχεία από την πολιτική θέση του ΥΕΘΑ επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ, ενώ εξάλλου είναι γνωστός ο στενός δεσμός του με τον εφοπλιστικό κόσμο διά της οικογενείας Βαρδινογιάννη. Στα όσα είπε όμως, υπήρχε μια μεγάλη αντίφαση.
Από την “σκοπιά” του στρατιωτικού, ο κ. Αποστολάκης περιέγραψε τα θετικά από την διαχείριση που άσκησε το Πολεμικό Ναυτικό στα ναυπηγεία Σκαραμαγκά (κι αργότερα στης Ελευσίνας) ένα “πείραμα” το οποίο είναι σωστό να αποδοθεί στην αποφασιστικότητα του ναυάρχου: «Παράλληλα το επιτυχημένο τα τελευταία χρόνια εγχείρημα μέσω της απευθείας συνεργασίας Πολεμικού Ναυτικού και εργαζομένων στα δύο μεγάλα ναυπηγεία όπου τα “εγκλωβισμένα” πλοία ολοκληρώνονται πολύ πιο φθηνά, αλλά και με πολύ μικρότερο κόστος γίνονται μια σειρά από έργα συντήρησης και επισκευής πλοίων του στόλου, έρχεται να επιβεβαιώσει αυτούς που υποστηρίζουν την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απεμπλοκή των έργων του Πολεμικού Ναυτικού από τα ιδιωτικά συμφέροντα. Το Πολεμικό Ναυτικό πρέπει να έχει τουλάχιστον τον έλεγχο σε ένα ναυπηγείο όπου θα πραγματοποιεί τον μεγαλύτερο όγκο των εργασιών του».
Αυτή η τοποθέτηση όμως, έρχεται σε αντίθεση με την πολιτική που ασκήθηκε και επί ΣΥΡΙΖΑ, για την διάσωση των ναυπηγείων της χώρας μέσω νέων ιδιωτικοποιήσεων, αρχής γενομένης από την Σύρο. Ανέφερε συγκεκριμένα ο ναύαρχος: «…βασικό σημείο αλλαγής της πορείας για τα ναυπηγεία ήταν η αλλαγή πολιτικής που συντελέστηκε από το 2015 και μετά, όπου έπεσε το βάρος σε πολιτικές επανεκκίνησης των ναυπηγείων της χώρας. Μετά από χρόνια “ανοχής” προς τις πρακτικές των ιδιωτών που τα κατείχαν, η Κυβέρνηση ξεκίνησε τότε όλες εκείνες τις διαδικασίες ώστε οι συγκεκριμένοι ιδιώτες να έρθουν προ των ευθυνών τους. Ήταν η πρώτη φορά που μετά από δυο τουλάχιστον δεκαετίες άρχισε να υλοποιείται ένα σχέδιο προοπτικής με την απεμπλοκή των ναυπηγείων από αυτούς που τα οδηγούσαν στο κλείσιμο ώστε να ανοίξει ο δρόμος για την επανεκκίνησή τους».
Ο ομιλητής, δεν διευκρίνισε ότι η «απεμπλοκή των ναυπηγείων από αυτούς που τα οδηγούσαν στο κλείσιμο», προέβλεπε το πέρασμα των ναυπηγείων και πάλι σε ιδιώτες. Διαδικασία η οποία εξελίσσεται ακόμη και σήμερα. Επομένως, είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς πως είναι δυνατό να υλοποιηθεί το “κάλεσμα” του κ. Αποστολάκη να αποκτήσει το Πολεμικό Ναυτικό τον έλεγχο τουλάχιστον ενός ναυπηγείου.
Αυτό όμως που δεν έχει εξηγήσει κανείς και καμμία κυβέρνηση από το 2010 και μετά, είναι στην περίπτωση των ναυπηγείων Σκαραμαγκά, πως και γιατί ο νέος επενδυτής, ο Ισκαντάρ Σάφα, τέθηκε εκτός… δράσεως. Γιατί υποτίθεται ότι το 2010 ο Σάφα ήταν η λύση για την «απεμπλοκή των ναυπηγείων από αυτούς που τα οδηγούσαν στο κλείσιμο ώστε να ανοίξει ο δρόμος για την επανεκκίνηση τους», όπως περιέγραψε ο κ. Αποστολάκης ότι επεδίωξε και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ το 2015. Εν τέλει, η ελληνική κυβέρνηση “κατάφερε” ο νέος ιδιοκτήτης να προσφύγει στην διεθνή διαιτησία, διεκδικώντας αποζημιώσεις 1 δισ. ευρώ για αθέτηση των όρων της συμφωνίας από το Ελληνικό Δημόσιο.
Κανείς δεν φαίνεται να ασχολείται με το ότι μέχρι σήμερα ο “κακός” Σάφα έχει δικαιωθεί και του έχουν επιδικασθεί αξιόλογες αποζημιώσεις που πρέπει να καταβάλει η Αθήνα. Σύμφωνα δε με μη διασταυρωμένες πληροφορίες, αναμένεται και νέα απόφαση εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου. Για όλα αυτά, ουδείς έχει την ευαισθησία να λογοδοτήσει στον φορολογούμενο, ακόμη κι αν στο τέλος θα κληθεί να πληρώσει στον Σάφα τίμημα ανάλογο με ενός καινούργιου υποβρυχίου ή κορβέτας! Ουδείς αρμόδιος ασχολείται με τα χρήματα αυτά που θα πρέπει να καταβληθούν, αφού προφανώς και δεν θα τα πληρώσει ο ίδιος από την τσέπη του αλλά οι φορολογούμενοι.
Αν τα διεθνή δικαστήρια δικαιώνουν τον επενδυτή, είναι απορίας άξιο γιατί δεν επιδιώχθηκε από καμμία κυβέρνηση η εξεύρεση αμοιβαίως επωφελούς συμβιβαστικής λύσεως. Ο Σάφα έδειξε εμπράκτως καλή διάθεση, όταν συμφώνησε στην φόρμουλα της εκμετάλλευσης του Σκαραμαγκά από το Πολεμικό Ναυτικό την οποία υλοποίησε ο κ. Αποστολάκης και η οποία λειτουργεί μέχρι σήμερα. Γιατί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ που είχε αυτή την ανταπόκριση, δεν ενδιαφέρθηκε για επαναπροσέγγιση αλλά έκλεισε μετά εντελώς την πόρτα και άνοιξε μια νέα διαδικασία εκκαθάρισης κι εξεύρεσης νέου επενδυτή, η οποία έξι χρόνια μετά δεν έχει ολοκληρωθεί; Έξι χρόνια τώρα, τα χρήματα που έχουν επιδικασθεί τοκίζονται φουσκώνοντας τον λογαριασμό, ο οποίος αφήνεται απλώς για την επομένη κυβέρνηση, η μελανιά όμως στις αξιολογήσεις της χώρας από πλευράς επενδυτικού κλίματος και κατάταξης παραμένει.
Η απουσία όλα αυτά τα χρόνια διακινούμενης στα μέσα ενημέρωσης, οιασδήποτε απόπειρας συνεννοήσεως από κυβερνητικής πλευράς, οδηγεί σε δύο “λογικές” προσεγγίσεως από πλευράς χειριστών θέματος:
α) Ευθυνοφοβία: άσε μην μπλέξουμε, παράτα το, ας βγάλει ο επόμενος τα κάστανα από την φωτιά.
β) Διαφθορά: πόσα μου σκας κάτω από το τραπέζι για να τα βρούμε και να κλείσω την υπόθεση;
Στην πρώτη περίπτωση, ο μπλεγμένος επιχειρηματίας – επενδυτής, δεν μπορεί να κάνει κάτι. Στην δεύτερη, μπορεί να υποκύψει στους εκβιασμούς ή όχι και να προσφύγει στα δικαστήρια.
Η αλήθεια όμως παραμένει ότι επί μία δεκαετία τουλάχιστον, αφενός οι ελληνικές κυβερνήσεις με δική τους ευθύνη τίναξαν στον αέρα την υπόθεση του Σκαραμαγκά ενώ σε μία άλλη ιδιωτική επιχείρηση, τα ναυπηγεία Ελευσίνος, επέδειξαν αξιοθαύμαστη ευελιξία και προσαρμογή στις απαιτήσεις μιας ασυνεπούς ιδιοκτησίας η οποία με όμηρο το Πολεμικό Ναυτικό, δεν παρέδιδε πλοία. Φτάσαμε λοιπόν στο σημερινό σημείο στο οποίο, για μία ιδιωτική επιχείρηση, υπάρχει εντυπωσιακή για δυτική ελεύθερη οικονομία κρατική παρέμβαση προς διευκόλυνση της εξευρέσεως νέου ιδιοκτήτη. Παρέμβαση στην οποία όμως διακρίνεται κάποια διαφορά αντιλήψεως – διγλωσσία, σε κυβερνητικό επίπεδο.
Ήταν ενδιαφέρον ότι στην ανωτέρω εκδήλωση, ο υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων ανέφερε πως «Το Πολεμικό μας Ναυτικό και το υπουργείο Άμυνας έχουν δεσμευτεί να εγκρίνουν το σχέδιο αυτό μέχρι τα μέσα Φεβρουαρίου». Στις 18 Ιανουαρίου όμως, όταν ο ΥΕΘΑ συναντήθηκε με αντιπροσωπεία εργαζομένων της Ελευσίνας, ανακοινώθηκε επισήμως ότι «έως τις 15 Φεβρουαρίου το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας θα έχει διατυπώσει τις απόψεις και τις παρατηρήσεις του επί του σχεδίου εξυγίανσης του Ναυπηγείου προς το σκοπό της τελικής συναίνεσης σε αυτό, ώστε να προχωρήσει η σχετική διαδικασία. Επίσης επανέλαβε ότι υποστηρίζει την χορήγηση εξάμηνης παράτασης αναφορικά με την ολοκλήρωση του έργου που έχει ανατεθεί στα “Ναυπηγεία Ελευσίνος”».
Ο ΥΕΘΑ λοιπόν, δεν έχει δεσμευθεί με έγκριση του σχεδίου, πιθανώς λόγω σοβαρών επιφυλάξεων επειδή, όπως ακούγεται, επιδιώκεται η περικοπή ή και διαγραφή των 150 εκατ. ευρώ περίπου που πρέπει να επιστραφούν στο Πολεμικό Ναυτικό από την νέα ιδιοκτησία. Βασικό ζητούμενο λοιπόν είναι η επικράτηση στην κυβέρνηση της επωφελέστερης “λογικής” για το δημόσιο συμφέρον.
Επί μια δεκαετία, οι κυβερνήσεις σφυρίζουν αδιάφορα για την αποζημίωση κάποιων εκατοντάδων εκατομμυρίων που πρέπει να καταβληθούν σε κάποιον Σάφα. Τώρα, η ιδιωτικοποίηση της Ελευσίνας φαίνεται ότι θα επιβαρύνει τους φορολογουμένους με μερικές ακόμη εκατοντάδες εκατομμυρίων που θα διαγραφούν από τις οφειλές της προηγουμένης ιδιοκτησίας. Υπάρχουν άραγε άλλες υποθέσεις που η χώρα σέρνεται στα δικαστήρια με αυξημένες πιθανότητες επιβαρύνσεως του Ελληνικού Δημοσίου από καταδίκη καταβολής νέων αποζημιώσεων;
Ανευθυνότητα, διαφθορά, διαφορετικά ενδοκυβερνητικά κέντρα επιρροής – εξουσίας, επιλεκτικές μεταχειρίσεις επιχειρηματιών – επενδυτών. Ως πότε θα υπάρχουν αυτές οι διαχρονικές παθογένειες;