Οι S-400, στην πραγματική τους στρατιωτική διάσταση
Από Σάββας Δ. Βλάσσης
Το πυραυλικό αντιαεροπορικό σύστημα μεγάλου βεληνεκούς S-400, εφόσον υλοποιηθεί η προμήθειά του από την Τουρκία, δεν αποτελεί για την Ελλάδα απειλή στο μέγεθος που προβάλλεται στα διάφορα μέσα ή νομίζει η γενικώς απληροφότητη σε θέματα Άμυνας κοινή γνώμη. Όπως κάθε αμυντικό σύστημα, προορίζεται κυρίως για την προστασία υποδομών και όχι για ανταπόδοση πληγμάτων. Κατ’ εξοχήν απειλή, αντιπροσωπεύουν τα επιθετικά οπλικά συστήματα και οι S-400 δεν είναι τέτοιο.
Δίχως να εξετάσουμε πραγματικές επιχειρησιακές ανάγκες της Τουρκίας τις οποίες θα καλύψουν τα S-400, όπως η αντιμετώπιση της απειλής βαλλιστικών πυραύλων από χώρες της Μέσης Ανατολής, αυτό που διαπιστώνεται σε πρώτη φάση είναι ότι ο προς προμήθεια αριθμός είναι μικρός. Τυχόν μετακίνηση των συστοιχιών αυτών από την Ανατολική Τουρκία προς Δυσμάς, είναι δύσκολο να περάσει απαρατήρητη, εξασφαλίζοντας ικανή προειδοποίηση και αποτελώντας ένδειξη κλιμακώσεως για την Ελλάδα.
Εν πάση περιπτώσει, σε μια ελληνοτουρκική αντιπαράθεση, το S-400 εμπλέκεται στον αεροπορικό αγώνα, δυνάμενο υπό προϋποθέσεις να επηρεάσει και τον κατά ξηρά αγώνα. Η αντιμετώπισή του θα απασχολήσει την ελληνική Πολεμική Αεροπορία (ΠΑ). Τα κύρια μέσα διεξαγωγής του αεροπορικού αγώνος είναι τα μαχητικά αεροσκάφη και αυτά θα κληθούν να αντιμετωπίσουν αμυντικά συστήματα όπως το S-400.
Η δομή δυνάμεων της Τουρκικής Αεροπορίας δείχνει ότι σταθεροποιείται αριθμητικώς σε 350 περίπου μαχητικά. Στο εγγύς μέλλον η δύναμη αυτή θα αποτελείται από 100 F-35 και 235 F-16 ενώ στο απώτερο, από 250 TF-X και 100 F-35 (χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψιν φθορά εξαιτίας ατυχημάτων).
Αντιοτοίχως η Ελλάδα, ακόμη και με βελτίωση της οικονομικής καταστάσεως, δεν δείχνει ότι θα είναι σε θέση να αντιπαραθέσει δύναμη μεγαλύτερη των 200 μαχητικών. Στο εγγύς μέλλον θα απομένουν 154 F-16 και 25 Mirage 2000-5Mk2 ενώ στο απώτερο δεν μπορεί να αναμένεται ενίσχυση με περισσότερα από 30-40 F-35.
Η πραγματικότητα αυτή δημιουργεί μία αριθμητική υστέρηση στην ΠΑ, η οποία θα δυσχαιρένει την εκτέλεση Επιθετικών επιχειρήσεων. Η πεμπτουσία των Επιθετικών Αεροπορικών Επιχειρήσεων είναι οι Αεροπορικές Επιχειρήσεις Αντεπιθέσεως (OCA) οι οποίες αφορούν επιθέσεις εναντίον του εχθρικού Συστήματος Αεροπορικού Ελέγχου και των αεροπορικών βάσεων προκειμένου να επιτευχθεί η καταστροφή των εχθρικών μαχητικών στο έδαφος. Οι OCA έχουν μεγάλη σημασία, επειδή η εκτέλεσή τους αποδιοργανώνει την αντίπαλη αεροπορία, ανατρέποντας τον σχεδιασμό επιχειρήσεων και μπορεί να οδηγήσει στην αφαίρεση της πρωτοβουλίας από αυτήν.
Σε περίπτωση ελληνοτουρκικής πολεμικής αντιπαραθέσεως, επειδή οι πολιτικές συνθήκες στην Ελλάδα δεν ευνοούν την ανάληψη προληπτικής δράσεως, η ΠΑ δεν θα έχει την πρωτοβουλία κινήσεων. Λόγω και των αριθμητικών δεδομένων, πιθανότατα θα περιορισθεί σε αμυντικές επιχειρήσεις επιδιώκοντας, αφενός να αντιμετωπίσει OCA της Τουρκικής Αεροπορίας, αφετέρου να υποστηρίξει τον αγώνα των χερσαίων δυνάμεων σε Έβρο και Αιγαίο. Υπάρχει σοβαρός κίνδυνος, λόγω και των απωλειών, πλήρους αδυναμίας αναλήψεως OCA.
Σε μια τέτοια κατάσταση, η ύπαρξη συστημάτων S-400 στην Τουρκική Αεροπορία, δεν θα απασχολήσει την ΠΑ. Οι S-400 θα περιμένουν μάταια ελληνικά μαχητικά να προσεγγίσουν… Τα αμυντικά συστήματα του επιτιθέμενου (Τουρκία), δεν θα έχουν επίδραση στην έκβαση του αεροπορικού αγώνος.
Η μόνη περίπτωση αυξημένου προβληματισμού της ΠΑ από τα S-400, είναι η πιθανότητα προωθήσεως αυτών δυτικά, εγγύτερα των Μικρασιατικών παραλίων, ώστε χάρη στην μεγάλη ακτίνα δράσεως των πυραύλων τους, να απομονώσουν περιοχές του Αιγαίου, απαγορεύοντας την παρουσία σε αυτές ελληνικών μαχητικών. Δηλαδή η περίπτωση να λειτουργήσουν τα S-400 ως «ομπρέλα» των τουρκικών δυνάμεων που θα επιτεθούν σε κάποια ελληνικά νησιά ή/και στον Έβρο. Σε μια τέτοια κατάσταση, η Τουρκική Αεροπορία είναι σε θέση να εξασφαλίσει τοπική αεροπορική υπεροχή, υποβαθμίζοντας σοβαρά τις δυνατότητος αμύνης των ελληνικών χερσαίων δυνάμεων που θα πιέζονται από παντού.
Ωστόσο, η ακτίνα δράσεως των πυραύλων του συστήματος S-400, δεν είναι τέτοια που να προσφέρει την ευχερή διαμόρφωση μιας τέτοιας καταστάσεως. Σε αντίθεση με τις υπερβολές που διακινούνται για πυραύλους με ακτίνα δράσεως εκατοντάδων χιλιομέτρων, στην πραγματικότητα επιδόσεις τέτοιας τάξεως αφορούν εναέριους στόχους μεγάλου μεγέθους, μειωμένων ταχυτήτων και περιθωρίων ελιγμών. Η εμπειρία από το S-300PMU1 σε ελληνική υπηρεσία και σχετικές παραστάσεις από δοκιμές εναντίον ιπτάμενων στόχων, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η ακτίνα δράσεως των ρωσικών πυραύλων έναντι στόχων μεγέθους μαχητικών αεροσκαφών, υψηλών ικανοτήτων ελιγμών, δεν μπορεί να ξεπερνά τα 100 χλμ. Αυτό σημαίνει ότι για να επιτευχθεί η κάλυψη μιας περιοχής στο Αιγαίο σε βάθος δεκάδων χιλιομέτρων, οι συστοιχίες των S-400 θα πρέπει να πλησιάσουν στα Μικρασιατικά παράλια, σε βάθος μόνο μερικών δεκάδων χιλιομέτρων.
Μια τέτοια προσέγγιση, θα εξέθετε τις συστοιχίες S-400 στο πυρ πυροβόλων και πυραύλων του ελληνικού Πυροβολικού. Εφόσον ο Ελληνικός Στρατός διαθέτει μέσα αποκαλύψεως στόχων τέτοιου μεγέθους – «αποτυπώματος», όπως και συστήματα μεγάλου βεληνεκούς αυξημένης ακριβείας, η προώθηση των S-400 δεν μπορεί να είναι μόνιμη και αποδοτική.
Στην προσέγγισή μας, δεν εξετάζεται η ουσιαστική απόδοση των S-400 σε τουρκική υπηρεσία. Ασφαλώς θα υπολείπονται του ιδεατού, εφόσον δεν θα είναι πλήρως δικτυωμένοι με το ευρύτερο σύστημα Αεράμυνας και άρα η απόδοσή τους, δεν θα μπορεί να μεγιστοποιηθεί.
Άλλη παράμετρος που καθορίζει το μέγεθος της απειλής που αντιπροσωπεύουν τα S-400, είναι η μορφή μιας ενδεχομένης ελληνοτουρκικής ένοπλης αντιπαραθέσεως. Μία σύντομη κρίση, όπως αξιολογείται ότι είναι και το πιθανότερο σενάριο, δεν εμπεριέχει απαραιτήτως προϋποθέσεις αναλήψεως OCA από τις αεροπορικές δυνάμεις των δύο πλευρών. Πολύ πιθανώς να μην δοκιμαστούν οι ικανότητες αντιαεροπορικής αμύνης μεγάλου βεληνεκούς αμφοτέρων των πλευρών.
Τα ανωτέρω, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ένα αμυντικό σύστημα όπως το S-400, δεν αντιπροσωπεύει απειλή, αλλά πρόκληση για μια αντίπαλη αεροπορία η οποία ούτως ή άλλως θα πρέπει να είναι εκπαιδευμένη για να το αντιμετωπίσει. Η περίπτωση εγκαταστάσεως των S-300 στην Κύπρο ενοχλούσε την Τουρκία, επειδή οι επιδόσεις των πυραύλων του μπορούσαν να καλύψουν σχεδόν όλη την Κύπρο, απαγορεύοντας την προσέγγιση τουρκικών αεροσκαφών. Το ζήτημα όμως για την Τουρκία, δεν ήταν τόσο στρατιωτικό, και στην πολιτική διευθέτησή του έριξε η Άγκυρα όλο το βάρος της, προκειμένου να μην αμφισβητηθεί το καθεστώς πολιτικής και στρατιωτικής ομηρίας υπό το οποίο διατηρεί την Κυπριακή Δημοκρατία.
Συνεπώς, πραγματική και μεγαλύτερη στρατιωτική απειλή για την Ελλάδα, αποτελούν τα μαχητικά F-35 εξαιτίας των χαρακτηριστικών stealth της σχεδιάσεώς τους και το τουρκικό οπλοστάσιο πυραύλων εδάφους – εδάφους, το οποίο σήμερα διαθέτει συστήματα τουλάχιστον εμβελείας άνω των 300 χλμ. Αυτά τα επιθετικά μέσα, μπορούν να προσβάλλουν ελληνικούς στρατιωτικούς στόχους όσο και στρατηγικής σημασίας πολιτικής φύσεως υποδομές.