Η “επόμενη μέρα” της Συμφωνίας Ελλάδος – Αιγύπτου για την Τουρκία
Από Σάββας Δ. Βλάσσης
Η συμφωνία τμηματικής οριοθετήσεως της ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδος – Αιγύπτου είναι γεγονός, καθιστώντας την ασφαλώς ανοικτή σε κριτική. Αυτό που έχει σημασία πλέον, είναι η επίδραση που θα έχει στις εξελίξεις από τούδε και στο εξής.
Σε πρώτη φάση, η πρώτη εξέλιξη που προέκυψε, ήταν η απόσυρση της Τουρκίας από την διαδικασία του “διαλόγου” που συμφωνήθηκε με παρέμβαση του Βερολίνου. Υπενθυμίζεται ότι η Τουρκία αναδιπλώθηκε εμπρός στην αποφασιστική ελληνική στάση και δεν προέβη σε έρευνες που είχε εξαγγείλει, σε περιοχή που η Αθήνα θεωρεί ότι εμπίπτει στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Επιπλέον, ο “διάλογος” τον οποίο είχε γνωστοποιήσει εγκαίρως η Αθήνα ότι αποδέχεται, ήταν αυτός των διερευνητικών επαφών, που αφορά το μόνο ζήτημα που αναγνωρίζει ότι μπορεί να συζητήσει με την Τουρκία, αυτό της υφαλοκρηπίδος. Όμως η διαδικασία των διερευνητικών επαφών που διεξάγεται επί σειρά ετών και έχει διακοπεί από το 2016, είναι άτυπη και γι’ αυτό στην διπλωματική γλώσσα έχει χαρακτηρισθεί “διάλογος κωφών”. Η απόσυρση της Τουρκίας από την διαδικασία, επιβεβαιώνει και στους πλέον δύσπιστους στην Ελλάδα, ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν “σύρθηκε” και υπό την πίεση ουδενός τρίτου, σε κανέναν διάλογο για θέματα που απορρίπτει παγίως η ελληνική διπλωματία. (Φυσιολογικώς, θα έπρεπε να έχει τερματισθεί η όποια συνωμοσιολογία αλλά ακριβώς επειδή πρόκειται για -“ψεκασμένη” ή σοβαροφανή- συνωμοσιολογία, αυτό δεν θα συμβεί…)
Η σειρά των τελευταίων εξελίξεων (τουρκική NAVTEX για έρευνες, ελληνική αντίδραση, μη υλοποίηση ερευνών, υπογραφή ελληνοαιγυπτιακής συμφωνίας) δείχνει ότι αυτός που βρίσκεται σε “άμυνα” ή τουλάχιστον αμηχανία, είναι η Τουρκία. Η αμηχανία ήταν φανερή τόσο στις δηλώσεις Ερντογάν αμέσως μετά την χθεσινή προσευχή του, που δεν έβγαζαν νόημα τα λεγόμενά του όσο και στις “εξυπνάδες” Τσαβούσογλου από την Μάλτα, που διέψευσε αμέσως η Κομισιόν.
Η Άγκυρα μέχρι τώρα έχει αντιδράσει με:
- Αποστολή του ερευνητικού BARBAROS στην ΑΟΖ της Κύπρου.
- Απόσυρση από την διαδικασία των διερευνητικών επαφών με την Ελλάδα.
Προφανώς εξετάζονται και άλλα μέτρα, διπλωματικής, στρατιωτικής και παραστρατιωτικής φύσεως. Πιθανώς η Τουρκία να καταφύγει σε κάποια νέα δυναμική πρωτοβουλία εξωτερικής πολιτικής, τόσο για άσκηση πολιτικής πιέσεως όσο και διατήρηση του γοήτρου της. Μια τέτοια θα ήταν να διακηρύξει επισήμως ότι προχωρεί στον εποικισμό της Αμμοχώστου. Στην Κύπρο πάλι, ενδεχομένως να προβεί σε νέες έρευνες, εφόσον η Λευκωσία δεν έχει αντιδράσει μέχρι σήμερα στρατιωτικώς κι έχει αφήσει αυτή την πραγματικότητα να εξελιχθεί.
Στην Ελλάδα, μπορεί να επιδιωχθεί η εξαπόλυση νέων κυμάτων λαθρομεταναστών ή η λήψη μέτρων εντυπώσεων, προφανώς οικονομικής φύσεως.
Σε οποιαδήποτε περίπτωση, οι όποιες τουρκικές αντιδράσεις ενέχουν τον κίνδυνο να προσδώσουν νέα δυναμική στην διαδικασία επιβολής κυρώσεων από την ΕΕ, ενισχυμένης μάλιστα μορφής, μια διαδικασία την οποία βοήθησε η Άγκυρα να ωριμάσει, κατ’ αρχάς με την υβριδική επίθεση στον Έβρο τον περασμένο Μάρτιο και την μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί. Οποιασδήποτε μορφής κυρώσεις, δεν είναι προς το συμφέρον της τουρκικής οικονομίας, ιδίως στην συγκεκριμένη συγκυρία.
Η Τουρκία είτε θα χρειασθεί μια περίοδο “προσαρμογής” προς την νέα πραγματικότητα που δημιούργησε η συμφωνία Ελλάδος – Αιγύπτου, είτε θα επιδιώξει να αντεπιτεθεί. Που όμως; Στην Ελλάδα, στην Κύπρο, στην Αίγυπτο ή σε όλους μαζί ταυτοχρόνως;
Η Ελλάδα έθεσε ευθέως CASUS BELLI στις 21 Ιουλίου, όταν η Τουρκία εξέδωσε την NAVTEX (Ν/W 0977/20) και η Τουρκία αναδιπλώθηκε. Τουλάχιστον μέχρι σήμερα.
Η Αίγυπτος έθεσε ευθέως την δική της “κόκκινη γραμμή” ως προς τυχόν επίθεση στην Σύρτη της Λιβύης και η Τουρκία δεν προχώρησε. Τουλάχιστον μέχρι σήμερα.
Η Κύπρος “υπομένει” τις τουρκικές ερευνητικές δραστηριότητες, γνωρίζοντας ότι χωρίς εξωτερική συνδρομή η Τουρκία δεν έχει πραγματικές δυνατότητες εξορύξεως αξιοποιήσιμων υποθαλασσίων ενεργειακών κοιτασμάτων. Συνεπώς η πρωτοβουλία στην ΑΟΖ της Κύπρου, παραμένει στην Λευκωσία που έχει υπογράψει διεθνείς συμφωνίες.
Επιπλέον, και στις τρεις περιπτώσεις, οι τουρκικές απειλές συναντούν αντιρρήσεις και αντιδράσεις παραγόντων (ΗΠΑ, Ρωσία, Γαλλία, ΕΕ) που επηρεάζουν στον έναν ή άλλον βαθμό την Άγκυρα. Μάλιστα με ευθύνη της Τουρκίας, εμπεδώνεται όλο και περισσότερο διεθνώς ένα εχθρικό κλίμα απέναντι στους ξιπασμένους νεοθωμανούς ισλαμιστές που θα ήθελαν να… εξαφανίσουν τους πάντες στην περιοχή. Και σε αυτό το κλίμα, δημιουργούνται συνθήκες συνάψεως διεθνών συνεργασιών με πιο ισχυρό αμυντικό αποτύπωμα.
Ως προς την “μεγάλη εικόνα” που δημιουργεί η συμφωνία Ελλάδος – Αιγύπτου, η διεθνής αναγνώριση που απολαμβάνει από την πρώτη στιγμή και η τμηματική φύση της, εκπέμπει ουσιαστικώς ένα είδος “προσκλήσεως” προς την Τουρκία να αποτελέσει μέρος ή να μείνει έξω από ενδεχομένη διαδικασία μελλοντικής οριοθετήσεως στο ανατολικότερο τμήμα της ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδος – Αιγύπτου – Κύπρου. Αυτό είναι “αδύνατο” για την Τουρκία, επειδή σε διπλωματικό επίπεδο δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία. Επιπλέον, τυχόν συμμετοχή της Τουρκίας, θα σήμαινε αποδοχή των ελληνικών θέσεων όχι μόνο για την επήρεια των νήσων αλλά και θα “απομόνωνε” τις υπόλοιπες ανυπόστατες αξιώσεις που εγείρει η Τουρκία στο Αιγαίο ενώ πάγιος στόχος της είναι μια “συμφωνία πακέτο” με την Ελλάδα υπό τουρκικούς όρους.
Εν όψει αυτών, για δυναμικές ανατροπές, απομένει στην Άγκυρα η “διπλωματία των κανονιοφόρων” με παραστρατιωτικές – υβριδικές επιθέσεις ως πιο μαλακή αντίδραση ή η σκληρή επιλογή για ένα νεοθωμανικό “γιουρούσι”, για μια τελική αναμέτρηση με την Ελλάδα. Μια πραγματικότητα, η οποία ωθεί κάθε πλευρά να στρέφει το βλέμμα και να μετρά την ένοπλη ισχύ της. Γι’ αυτό, Αθήνα και Λευκωσία πρέπει να ενισχύσουν άμεσα τις στρατιωτικές τους δυνατότητες.