1969: Όταν η Ελλάδα υπέγραφε συμφωνία στρατιωτικής συνεργασίας με την Λιβύη και ανασυγκροτούσε την αεροπορία της
Από Σάββας Δ. Βλάσσης
Οι συμφωνίες που υπέγραψε η Τουρκία με το καθεστώς της Τριπόλεως στην Λιβύη και η αντίδραση της Αθήνας, επανέφεραν στο επίκεντρο και της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής την αποσταθεροποιημένη χώρα της Αφρικής, η οποία μπορεί να απειλήσει τα εθνικά συμφέροντα. Μπορεί η συμφωνία στρατιωτικής συνεργασίας που υπεγράφη με την Τουρκία να έχει κάνει αίσθηση και είναι ενδιαφέρον να δούμε εάν θα έχει κάποιο απτό αποτέλεσμα, το βέβαιο πάντως είναι ότι ελάχιστοι γνωρίζουν ότι πριν από 50 χρόνια ακριβώς, η Ελλάδα είχε συνάψει ανάλογη συμφωνία στρατιωτικής συνεργασίας με την Λιβύη, που απέδωσε σημαντικά αποτελέσματα.
Στις 1 Σεπτεμβρίου 1969 μικρή ομάδα Λιβύων αξιωματικών με επικεφαλής τον 27χρονο Λοχαγό Μουαμάρ Καντάφι, επαναστάτησε κι ανέτρεψε τον βασιλιά Ιντρίς Α΄. Η ισχύς του νέου καθεστώτος πήγαζε από τους “μικρούς” αξιωματικούς και κύριο χαρακτηριστικό του ήταν ο αντισημιτισμός και ο αντιαμερικανισμός. Ορόσημο για την αμερικανική παρουσία στην Λιβύη ήταν η ανακάλυψη κοιτασμάτων πετρελαίου το 1959, που οδήγησε αμερικανικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον τομέα, να εμπλακούν στην εκμετάλλευση των κοιτασμάτων αυτών. Επιπλέον, πλησίον της Τριπόλεως, υπήρχε η τεράστια Αεροπορική Βάση Γουίλους, με 4.600 προσωπικό (συν 10.000 περίπου μέλη οικογενειών) που λειτουργούσε ως τακτικό κέντρο αεροπορικής εκπαιδεύσεως για τις επιχειρησιακές ανάγκες της Αεροπορίας των ΗΠΑ Ευρώπης (USAFE). Μετά την επικράτηση της επαναστάσεως, οι Αμερικανοί εκδιώχθηκαν από την Λιβύη, αν και ήδη είχε συναφθεί συμφωνία αποχωρήσεώς τους από την Αεροπορική Βάση Γουίλους, η οποία εφαρμόσθηκε και ολοκληρώθηκε στις 11 Ιουνίου 1970.
Το πρόβλημα όμως ήταν γενικότερο, δεδομένου ότι οι επαναστάτες προέβησαν στην δήμευση των περιουσιών των ξένων μεταναστών στην χώρα. Ξαφνικά η Ελλάδα βρέθηκε αντιμέτωπη με την προοπτική οικονομικής εξοντώσεως των Ελλήνων της Λιβύης, όσο και της διώξεως της ορθόδοξης εκκλησίας που έβλεπε την περιουσία της να κατάσχεται. Η διπλωματική διερεύνηση, προκάλεσε το ενδιαφέρον των επαναστατών, οι οποίοι ζήτησαν από την Ελλάδα να αναλάβει την “διάσωση” της Λιβυκής Αεροπορίας, η οποία μετά την αποχώρηση των Αμερικανών είχε εγκαταλειφθεί στην τύχη της. Οι Λίβυοι αξιωματικοί είχαν έναν δεσμό με την Ελλάδα, επειδή ήδη αρκετοί από την αεροπορία και το ναυτικό, είχαν αποφοιτήσει από τις ελληνικές στρατιωτικές παραγωγικές σχολές και η αναζήτηση βοηθείας από αυτή την φίλη χώρα, προέκυπτε ως φυσιολογική.
Πράγματι, η ελληνική κυβέρνηση αποδέχθηκε το αίτημα και αποφασίστηκε η αποστολή αξιωματικών της Πολεμικής Αεροπορίας στην Λιβύη, με ζητούμενο αντάλλαγμα την εξαίρεση των ελληνικών περιουσιών από το μέτρο της δημεύσεως. Η επαναστατική κυβέρνηση ανταποκρίθηκε σε όσα ζήτησε η Αθήνα και οι Έλληνες αξιωματικοί, κατόπιν συντόμου επιτόπιας εξετάσεως της καταστάσεως της Λιβυκής Αεροπορίας, η οποία κρίθηκε τραγική, επέστρεψαν κι ενημέρωσαν αρμοδίως.
Την εποχή εκείνη, η Βασιλική Λιβυκή Αεροπορία ήταν μια τυπική αραβική αεροπορική δύναμη, μικροσκοπική σε αριθμούς και συμβολικής περισσότερο παρουσίας, που είχε “στηθεί” με αμερικανική βοήθεια. Είχε συγκροτηθεί μόλις προ επτά ετών, τον Σεπτέμβριο του 1962, και η δύναμη κρούσεως περιοριζόταν σε μια Μοίρα 10 μαχητικών F-5, πλαισιούμενων από 3 εκπαιδευτικά T-33 και 6 μεταφορικά αεροσκάφη C-47 Dakota. Ασφαλώς και η Ελλάδα, μπορούσε να βοηθήσει σε μια τέτοια κατάσταση, αναστηλώνοντας την Λιβυκή Αεροπορία, η οποία μέσα σε διάστημα μηνών από την αποχώρηση των Αμερικανών, βρέθηκε σε κακό χάλι.
Δύο συμφωνίες υπεγράφησαν εκείνη την εποχή μεταξύ Ελλάδος και Λιβύης. Μία γενική για τις διμερείς σχέσεις και μία στρατιωτικής συνεργασίας, που αφορούσε την ανάληψη της εκπαιδεύσεως ιπταμένων και την υποστήριξη των αεροσκαφών, συμπεριλαμβανομένης της παροχής ανταλλακτικών κ.λπ. Στο πλαίσιο της δεύτερης συμφωνίας, κλιμάκιο στελεχών της Πολεμικής Αεροπορίας μετέβη στην Λιβύη και υλοποίησε τα συμφωνηθέντα. Οι Έλληνες αξιωματικοί, “ανέστησαν” την Λιβυκή Αεροπορία.
Σημαντικό στοιχείο στην υλοποίηση της συμφωνίας, ήταν η ανοχή των ΗΠΑ, οι οποίες ως σύμμαχος και υποστηρικτής του τότε στρατιωτικού καθεστώτος στην Ελλάδα, δεν έφεραν αντίρρηση στην μικρή ούτως ή άλλως ροή ανταλλακτικών προς την Λιβύη. Για την Ελλάδα, επρόκειτο για μια σημαντική εθνική υπόθεση, δεδομένου ότι διέσωσε τις περιουσίες των Ελλήνων υπηκόων και ενώπιον αυτού του σκοπού, οι Αμερικανοί δεν θα μπορούσαν να έχουν αντίρρηση.
Η ειρωνεία είναι ότι το ελληνικό κλιμάκιο της Πολεμικής Αεροπορίας αποχώρησε το 1974, όταν κατά την διάρκεια της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, ο Καντάφι συντάχθηκε με το πλευρό της Τουρκίας, φθάνοντας μάλιστα μέχρι του σημείου να αποστείλει πετρέλαιο για βοήθεια. Τα ελάχιστα F-5, παραχωρήθηκαν ή πουλήθηκαν στην Τουρκία, καθώς στο μεταξύ η Λιβύη είχε αρχίσει να εφοδιάζεται με σοβιετικής και γαλλικής προελεύσεως αεροσκάφη.
Το έτος εκείνο άρχισαν στην Λιβύη μαζικές διαδηλώσεις εναντίον του καθεστώτος, το οποίο αντέδρασε με βία. Οι σχέσεις με την Δύση άρχιζαν να εντείνονται, συμπαρασύροντας και αυτές με την Ελλάδα. Από την πρώτη στιγμή εξάλλου, ο Μουαμάρ Καντάφι απέβλεψε στην ανάδειξή του ως ηγέτη του Αραβικού κόσμου, υποσκελίζοντας την Αίγυπτο και αυτόν ακόμη τον Νάσερ. Η κήρυξη “ιερού πολέμου” εναντίον του Ισραήλ, ήταν τυπική στάση. Ο τυφλός αντιαμερικανισμός, θα τον οδηγούσε στην υποστήριξη τρομοκρατικών οργανώσεων, που στην δεκαετία του 1980 άρχισαν κυρίως με αεροπειρατείες, να χτυπούν αμερικανικούς στόχους. Στρατόπεδα τρομοκρατών άρχισαν να λειτουργούν κρυμμένα στην Σαχάρα και την ίδια περίοδο, η Λιβύη υιοθέτησε την θέση ότι τα εθνικά της ύδατα δεν εκτείνοντο σε απόσταση 12 μιλίων αλλά όλος ο κόλπος της Σύρτης, εξαιτίας των ειδικών συνθηκών, αποτελούσε εθνικά χωρικά ύδατα.
Στην δεκαετία του 1980, οι σχέσεις της Λιβύης με την Ελλάδα βελτιώθηκαν, εξαιτίας της στενής προσωπικής σχέσεως του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου με τον Μουαμάρ Καντάφι. Η ελληνική στάση, ακύρωνε την διεθνή απομόνωση της Λιβύης, λόγω του αυταρχικού καθεστώτος και των σχέσεων με τρομοκρατικές αραβικές οργανώσεις. Μετά την επίσκεψη Παπανδρέου στην Λιβύη το 1984 και την διαμεσολάβηση ώστε να επιτευχθεί συμφωνία Γαλλίας – Λιβύης για το Τσαντ, ο Καντάφι εκδηλώθηκε φιλελληνικά: ψήφισε στα Ηνωμένα Έθνη υπέρ της αποχωρήσεως των τουρκικών στρατευμάτων από την Κύπρο, απέσυρε κεφάλαια από την Ισλαμική Τράπεζα του ψευδοκράτους Ντενκτάς και υιοθέτησε την ίδρυση ανεξάρτητου κουρδικού κράτους στη Νοτιοανατολική Τουρκία.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, η ελληνική κυβέρνηση επεδίωξε διείσδυση της αναπτυσσόμενης αμυντικής βιομηχανίας της στην Λιβύη, με την οποία έγιναν συζητήσεις για προμήθειες τεθωρακισμένων οχημάτων ΛΕΩΝΙΔΑΣ, του αντιαεροπορικού συστήματος ARTEMIS 30, πυρομαχικών κ.λπ. Ωστόσο, πέραν των αρχικών επαφή δεν υπήρξε αποτέλεσμα, λόγω ισχυρών πολιτικών αντιδράσεων των ΗΠΑ. Οι τεταμένες ελληνοαμερικανικές σχέσεις, δεν άφησαν περιθώρια στην Αθήνα.
Στην δεκαετία του 1990, οι σχέσεις Ελλάδος – Λιβύης ατόνισαν. Η απομόνωση της αραβικής χώρας άρχισε να περιορίζεται από την δεκαετία του 2000, αποκαθιστώντας σταδιακώς την σχέση της με την Δύση. Η Ελλάδα εισήγαγε πετρέλαιο ενώ ελληνικές επιχειρήσεις συνέχισαν να δραστηριοποιούνται στην Λιβύη. Από το 2011, στην χώρα ξέσπασαν ταραχές που εξελίχθηκαν σε εμφύλιο πόλεμο και ο Καντάφι βρήκε τον θάνατο.
Οι πρόσφατες εξελίξεις, έχουν αναζωπυρώσει το ενδιαφέρον της Αθήνας για την Λιβύη και την προσπάθεια σταθεροποιήσεως. Οι συμφωνίες που υπέγραψε το καθεστώς της Τριπόλεως με την Τουρκία, αν και δεν αναγνωρίζονται από το κοινοβούλιο και τον επικεφαλής του Λιβυκού Εθνικού Στρατού στρατάρχη Χαφτάρ, έχουν επαναφέρει στο προσκήνιο την διάσταση της στρατιωτικής βοηθείας που επιδιώκουν οι αντιμαχόμενες παρατάξεις. Το παράδειγμα της ελληνολιβυκής συμφωνίας του 1969, δείχνει ότι οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις μπορούν να διαδραματίσουν ρόλο στο πλαίσιο της στρατιωτικής διπλωματίας. Μήπως λοιπόν, ήδη πρέπει η κυβέρνηση να αρχίσει να μελετά εφικτά σενάρια για το εγγύς μέλλον;